Είναι άνοιξη του 2002. Ο μπαμπάς σου έχει μόλις διαγνωστεί με καρκίνο. Η μαμά σου διανύει τον τρίτο της χρόνο με κατάθλιψη. Ο άντρας σου βρίσκεται στον 36ο εφηβικό του χρόνο. Εσύ σβήνεις το ένα τσιγάρο μετά το άλλο στις κούτες που χωρέσαν τη ζωή σου. Ανεβοκατεβαίνεις σκάλες και δρόμους κουβαλώντας στις πλάτες σου μια ολόκληρη ζωή. Δεν θες να αποχαιρετήσεις αυτήν που φεύγει και δεν είσαι ακόμη έτοιμη γι’ αυτή που έρχεται. Τα πάντα γύρω σου μοιάζουν μεγάλα και την ίδια στιγμή μικρά – ο θάνατος το έχει αυτό.
Κάτι κινείται μέσα σου. Ίσως φταίει το άγχος. Ίσως το ότι δεν τρως. Ίσως τα πολλά τσιγάρα. Ίσως και η ίδια η ζωή. Αφήνεις σε νιπτήρες και λεκάνες όσα ντύνεις με σιωπή. Πονάς, αλλά οι άλλοι πονούν περισσότερο και ποια είσαι εσύ που θα τους παραβγείς στον πόνο; Κλείνεσαι στο μπάνιο και φωνάζεις και ξερνάς και εύχεσαι να μην πονάς και εύχεσαι να μην πονά κι εκείνος. Κάτι μέσα σου κινείται. Κάτι σε κλωτσάει από τη λεκάνη, σε σπρώχνει στον καθρέφτη του νιπτήρα, σου βάζει το ένα χέρι πάνω από την κοιλιά και στην πιέζει προς τα μέσα και έλα μου που αυτή σου αντιστέκεται.
Είσαι τώρα τεσσάρων μηνών έγκυος, αλλά δεν το ξέρεις ακόμη. Θα το μάθεις σε λίγες μέρες όταν ο πατέρας σου θα είναι πια στο νοσοκομείο και εσύ ξανά στο σπίτι που μεγάλωσες. Εσύ είσαι ξανά κλεισμένη στο μπάνιο, αυτήν τη φορά με ένα τεστ χωμένο ανάμεσα στα μπλεγμένα αναμεταξύ τους δάχτυλά σου κι αυτά κοιτούν προς τα πάνω, προς τα κάπου που κάποιος ξέρει – ή τουλάχιστον θα ‘πρεπε να ξέρει – καλύτερα από σένα. Δεν θες να είσαι. Δεν θα έπρεπε να είσαι. Τουλάχιστον όχι τώρα. Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή. Έχεις δυο σπίτια ανοιχτά, δυο μαγαζιά ορθάνοιχτα και δυο γονείς να σπαρταρούν κατάχαμα. Αλλά αυτός ο κάποιος που ξέρει καλύτερα από εσένα δεν σου αφήνει περιθώριο επιλογής. Είναι δύσκολο – το ξέρεις, το ξέρει, το ξέρουν – αλλά θα τα καταφέρεις – πάντα τα κατάφερνες και πάντα θα τα καταφέρνεις.
Είναι Φεβρουάριος του 2003. Είναι Δευτέρα. Ο πατέρας σου είναι κάπως καλύτερα. Είστε μαζί στο σπίτι και αλλάζει τις λάμπες στο φωτιστικό και όταν σηκώνεσαι να πατήσεις τον διακόπτη κάτι κυλάει από μέσα σου. Κάτι ζεστό και υγρό που εσύ δεν έχεις καταλάβει ακόμη τι. Ο πατέρας σου βλέπει τον λεκέ πάνω στον καναπέ. Εκείνος ξέρει, εκείνος καταλαβαίνει, το έχει ξαναδεί το έργο. Για τις επόμενες εφτά ώρες θα είσαι ξαπλωμένη σε ένα λευκό κρεβάτι και οι γιατροί θα σε ανοίγουν και θα σε κλείνουν με τα πλαστικά τους χέρια γιατί ο γιος σου αποφάσισε να έχει το χέρι του τσακισμένο κάτω από το πηγούνι του. Κάνεις πλάκα. Λες πως ίσως και να μην ήθελε εν τέλει να βγει. Κι εσύ το σκεφτόσουν, αλλά δεν σου έδωσε περιθώριο επιλογής. Τον παίρνεις αγκαλιά κι είναι σαν να ξέρεις πώς να τον αγγίζεις, σαν να ξέρεις πώς να τον κοιμίζεις, σαν να ξέρεις πώς είναι να ζεις μαζί του και σαν να μην ξέρεις πώς είναι να ζεις χώρια του.
Σε δύο χρόνια ο πατέρας σου θα έχει πια πεθάνει. Εσύ θα δουλεύεις όπως δούλευες από την τέταρτη μέρα που άρχισες να θηλάζεις, ο άντρας σου θα λείπει όπως έλειπε από την πρώτη μέρα που τον άγγιξες κι η μάνα σου θα κλαίει όπως και το παιδί που αφήνεις σπίτι. Η μάνα σου θα κλαίει και θα γελάει κάτω από τα μαύρα γιατί έχει κι ένα παιδί να σβαρνιέται μες στα πόδια της. Εσύ θα κλαις και θα γελάς γιατί έχεις μια ζωή που άφησες και μια ζωή που πρέπει να εμπιστευτείς.
Στα έξι του ο γιος σου θα διαγνωστεί με κατάθλιψη. Δεν το είπατε έτσι τότε και δεν θα το πείτε και ποτέ. Θα πείτε πως του λείπεις, πως τον επηρέασαν οι φωνές και τα κλάματα, πως περνάει μια δύσκολη φάση. Δεν θα θέλει να πηγαίνει στο σχολείο κι εσύ θα τρέχεις σε γιατρούς και ειδικούς, σχολικούς και εξωσχολικούς, παπάδες και κληρικούς για να διώξεις το κακό. Αλλά το κακό δεν ξέγινε. Κανένα κακό δεν ξέγινε και κανένα ποτέ δεν θα ξεγίνει. Για δύο χρόνια θα κάθεσαι στο προαύλιο του νέου του σχολείου και θα τον περιμένεις για έξι ώρες κάθε μέρα και στα διαλείμματα εκείνος θα έρχεται να κάθεται κοντά σου. Δεν θα σου μιλάει και πολύ, για να μην τον κοροϊδεύουν τα άλλα παιδιά αλλά τα άλλα παιδιά θα τον κοροϊδεύουν παρ’ όλα αυτά.
Δεν θα πάψουν να τον κοροϊδεύουν για πολλά χρόνια ακόμα κι εσύ δεν θα το ξέρεις αλλά την ίδια στιγμή θα το ξέρεις κιόλας. Θα τον κοροϊδεύουν που είσαι εκεί και τον περιμένεις. Θα τον κοροϊδεύουν γιατί εκείνοι δεν θα έχουν κάποιον να τους περιμένει. Θα τον κοροϊδεύουν – γιατί τα παιδιά ξέρουν πριν προλάβουν καν να ξέρουν με τους ενήλικους όρους – πως αυτό που ο γιος σου φοβάται περισσότερο είναι πως δεν θα είναι εκεί κανείς για να τον περιμένει. Ίσως ακόμη και να φοβάται και να σε θέλει έξω στο προαύλιο, να σε κοιτά από το παράθυρο της τάξης του να τρως κουλούρι με τα σουσάμια ανάμεσα στα δόντια σου και το τσιγάρο σφηνωμένο στα ακροδάχτυλά σου.
Αλλά τα παιδιά θα τον κοροϊδεύουν ακόμη κι όταν εσύ θα φύγεις, ακόμη κι όταν αυτός θα φύγει. Στον γιο σου οι δάσκαλοι κολλούσαν αυτοκόλλητα και οι συμμαθητές ταμπέλες. Τις μάζευε σε μπλοκ και σε κουτιά και κάθε βράδυ τις μετρούσε μήπως και μάθαινε ποιος ήταν για τους άλλους. Έτσι μεγάλωσε ο γιος σου. Με σένα τα βράδια στο πλευρό του χωρίς να μιλάτε. Χωρίς να ξέρεις, μα να ξέρετε και οι δύο πως ξέρεις. Αυτό που δεν ήξερες και ακόμη δεν ξέρεις, ήταν αν εν τέλει αυτό που σε δυσκόλευε ήταν που σου έμοιαζε περισσότερο ή λιγότερο απ’ όσο θα ήθελες ή απ’ όσο θα άντεχες κανένας να μπορέσει ποτέ του να σου μοιάσει.
Και μπορεί να μην έχουν περάσει τριάντα καλοκαίρια και χειμώνες, ούτε και να σου φέρνω τις άγριες ανεμώνες, αλλά μαμά ξέρω πως χαίρομαι εν τέλει που σου μοιάζω και που έμαθα να σε αγαπώ για όσα δεν σου μοιάζω. Χαίρομαι που έφτιαξες έναν χώρο και χρόνο για μένα αληθινό και ενίοτε σκληρό. Μαμά, χαίρομαι που τα καταφέραμε. Μαμά, χαίρομαι που τα κατάφερες
«Η μνήμη είναι επιλογή. Έτσι είπες κάποτε, με την πλάτη σου γυρισμένη σε μένα, όπως θα ‘κανε ένας θεός. Αν όμως ήσουν θεός θα τους έβλεπες. Αν ήσουνα θεός θα τους έλεγες να πάψουν να κτυπούν παλαμάκια. Θα τους έλεγες ότι το χρησιμότερο που έχει να κάνει κανείς με τα άδεια του χέρια είναι να κρατηθεί μ’ αυτά. Αλλά θεός δεν είσαι.Είσαι μια γυναίκα. Μια μάνα, κι ο γιος σου ξαπλώνει κάτω από τα πεύκα, ενώ εσύ κάθεσαι στο τραπέζι της κουζίνας στην άλλη άκρη της πόλης, και περιμένεις πάλι. Μαμά. Μου ‘πες κάποτε ότι η μνήμη είναι επιλογή. Αν όμως ήσουν θεός θα ‘ξερες ότι είναι πλημμύρα».