Όταν βίωσα την πρώτη μεγάλη απώλεια της ζωής μου, πίσω στο 2019, τον θάνατο του παππού μου, θυμάμαι για 4 μέρες να κλαίω πολύ. Η κηδεία καθυστερούσε μέχρι να βρεθεί κενός τάφος στο νεκροταφείο που θέλαμε. Την ημέρα της κηδείας, αφού τον είδα στο φέρετρο, θυμάμαι να κάνω πλάκα με τους ανθρώπους που ήρθαν να τον αποχαιρετήσουν και να γελάω πολύ. Πολύ για κηδεία. Η μαμά μου ακολούθησε την αντίθετη διαδρομή. Συγκρατήθηκε όσο με έβλεπε να έχω παραδοθεί στην οδύνη, έκλαψε πολύ στην κηδεία.
Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πολλά για τον θάνατο ως έννοια, κοιτάζοντας το πρόσωπό της. Οι γονείς μας κλαίνει όταν πεθαίνουν οι γονείς τους γιατί πια είναι οι επόμενοι. Βρίσκονται στην κορυφή της πυραμίδας και το επόμενο βήμα είναι η πτώση στο απόλυτο κενό. Παραδίδεις τα ηνία. Κατανοείς ότι δεν έχεις πια να στραφείς κάπου, να ανασάνεις ακόμα και οικονομικά από την πίεση των από κάτω σου, από τις ανάγκες τους.
Η μαμά μου δεν ξέρω αν επέτρεψε ποτέ στον εαυτό της να το συνειδητοποιήσει αυτό. Ευτυχώς, η αδερφή μου έμεινε έγκυος λίγο μετά και μπόρεσε να της αποσπάσει την προσοχή. Κάπως, διαχειριστήκαμε πιο εύκολα στην οικογένεια τον θάνατο του Ρόμπι, του σκύλου μας, που έζησε μαζί μας 15 χρόνια σχεδόν, και της γιαγιάς, της μητέρας της, έναν χρόνο μετά, το 2022.
Με τη μαμά μου νιώθω πως ταιριάζουμε πολύ. Είμαστε και οι δύο βαθιά καταθλιπτικοί, απλά εκείνη δεν τολμά ποτέ να μιλήσει για τίποτα, ενώ εγώ μέσα από σπάνια ξεσπάσματα κάπως ξεδίνω.
Από τη μαμά μου έμαθα να ρίχνω πάντα την ευθύνη στον εαυτό μου και ποτέ στους άλλους. Έμαθα να προτιμώ τον πόνο μου από το να πονέσω τους άλλους. Έμαθα να σέβομαι. Κι όσο μεγάλωνα, άρχιζε να μαθαίνει αυτή από εμένα.
Η μαμά μου με ξυπνούσε βάναυσα τα πρωινά για το σχολείο, τραβώντας μου το πάπλωμα, ανοίγοντας το παράθυρο, με το κρύο να μπαίνει στο δωμάτιο και να με πετάει από το κρεβάτι.
Δεν την ένοιαζε ποτέ να μάθει να μαγειρεύει φανταστικά και κάπως κατάφερνε να έχει σερί από επιτυχημένα πιάτα και μετά ένα σερί από αποτυχημένα πιάτα.
Η μαμά μου με έκανε να τρέμω μην τυχόν και πάρω κάτω από 18 σε διαγώνισμα στο σχολείο. Θυμάμαι μια μέρα, στην 1η Γυμνασίου που σε απροειδοποίητο τεστ πήρα 1, άσο κανονικό, από αντίδραση, και μετά δεν της το είπα, αλλά είχα την ατυχία να πέσω σε μέρα που υπήρχε ενημέρωση γονέων και η καθηγήτρια με είχε κρεμάσει.
Το έφερε βαρέως όταν στο Λύκειο, μέχρι να μπω στην τελευταία χρονιά, δεν ήμουν καθητής του 18-20, αλλά πρώτα μαθητής του 15-17 και μετά του 17-18.
Η μαμά μου ήταν για ένα διάστημα συνδυασμός συντηρητικής και χειραφετημένης/προοδευτικής γυναίκας. Την ίδια στιγμή που πηγαίναμε να αγοράσουμε λάπτοπ και ήξερε όλα τα τεχνικά χαρακτηριστικά, ενώ εγώ απλά κοίταζα το χρώμα και το σχέδιο, δε μου επέτρεπε με τίποτα να μάθω να μαγειρεύω ή να κάνω άλλες δουλειές στο σπίτι, ενώ στην αδερφή μου είχε παραδώσει τα ηνία.
Θα ήθελα να κατανοήσει γιατί γκρινιάζω για όλα τα στραβά γύρω μου, γιατί θέλω να δείρω όποιον παρκάρει το μηχανάκι του σε πεζοδρόμιο, γιατί βρίζω όποιον ανάβει καπνογόνα-βεγγαλικά και όλα αυτά. Θα ήθελα να μη με εμποδίζει ψυχικά στον αγώνα μου να κάνω τον κόσμο καλύτερο. Στην ανάγκη μου να πιστέψω πως θα αλλάξω τον κόσμο. Θα ήθελα να μη φοβάται αν θα πεθάνω σε αυτόν τον αγώνα. Θα ήθελα να με ακούει καλύτερα όταν της λέω πως θέλω να είναι έτοιμη σε περίπτωση που πεθάνω πριν από αυτή.
Όταν κάθομαι και σκέφτομαι ένα μέλλον χωρίς την παρουσία της, φρικάρω. Έχω κλάψει για τον θάνατό της πολλές φορές πριν συμβεί. Ίσως γι΄αυτό να της ζητάω πολλές φορές να με αφήσει να φύγω πρώτος.
Την ευχαριστώ που δε με πιέζει όταν της λέω ότι δε θέλω να κάνω παιδιά. Θα ήθελα να καταλαγιάσει μέσα της η ανάγκη της να με συμπεριλαμβάνει στην οικογένεια όταν εγώ περνάω τις καταθλιπτικές μου φρίκες και να μην τιμωρεί τον εαυτό της επειδή εγώ πνίγομαι όταν κάθομαι σε τραπέζια και μαζώξεις.
Της έχω πει πολλές φορές να βάλει κάλτσες για να μην κρυώσουν τα πόδια της και να πάρει τη ζακέτα μου για να βγει έξω, κι ας είναι μέσα Μαΐου. Φυσάει ρε μαμά, πρόσεχε λίγο.
Κάτι τέτοιες φορές νιώθω ότι αυτό που σκέφτομαι συνειδητά ακυρώνεται από το ασυνείδητο. Λέω πως προετοιμάζομαι για παν ενδεχόμενο, αλλά όταν της φωνάζω με απόγνωση να βάλει ζακέτα, ξέρω πως δεν θα μπορέσω ποτέ να προετοιμαστώ.
Άλλοι λένε πως οι γονείς πρέπει να φεύγουν πρώτοι, αλλά δεν κατανοώ γιατί θα πρέπει να υποβάλλω τον εαυτό μου στο να ζήσω για χρόνια χωρίς τους ανθρώπους που αγάπησα πρώτους στη ζωή μου, χωρίς τον παππού μου, τη γιαγιά, τον μπαμπά, τη μαμά μου. Δεν είμαι, μάλλον, τόσο δυνατός.
Η Γιορτή της Μητέρας είναι μια ετησία υπενθύμιση που περιλαμβάνει μέσα και τον μπαμπά. Είναι μια υπενθύμιση πως ανήκουμε στη Μεγάλη Μητέρα, τη Φύση, και πως οι βιολογικές μας συνδέσεις είναι επώδυνες.
Δεν πιστεύω ότι μπορεί να με αγαπήσει ένα παιδί όπως αγαπάω τη μαμά μου. Υπάρχουν όμως δύο παιδιά που μπορούν να την αγαπήσουν όπως αγάπησα τον παππού και τη γιαγιά μου.
Η μαμά μου δεν πετυχαίνει εύκολα τα λαδερά και τα ζυμαρικά, αλλά πετυχαίνει το κριθαράκι και τα γεμιστά και το παστίτσιο, όταν έτρωγα κρέας.
Μια φορά, ήμουνα 12 ετών, είχα πάει με το ποδήλατο 200-300 μέτρα πιο κάτω από την πλατεία όπου συνήθιζα να παίζω τα καλοκαίρια και απορροφημένος από δύο συμμαθήτριες, είχα ξεχάσει να γυρίσω στην ώρα μου ή να της πω πού θα είμαι. Πήρε την αστυνομία και βγήκε να με ψάξει με τον πατέρα μου. Τα άκουσα χοντρά. Η φωνή της όταν θέλει να μου τα ψάλλει, πετάει το τύμπανό μου από τη μία μεριά στην άλλη.
Είναι περήφανη σε βαθμό ενόχλησης, αυτάρκης επίσης, δεν τολμάει να ζητήσει βοήθεια. Ξέρει να κάνει διάφορα ηλεκτρολογικά στο σπίτι, αλλά δε μου έμαθε ποτέ. Όταν πάω να απλώσω τα ρούχα, μου λέει δεν θα τα κάνω όπως θέλει και καταλήγω να μην τα κάνω, γιατί αν τα απλώσω, ξέρω μετά θα τους αλλάξει θέση.
Η μαμά μου δε μου είπε ποτέ ότι είμαι το πιο ωραίο αγόρι στον κόσμο. Και την ευχαριστώ γι’ αυτό. Αν μου το είχε πει, θα είχα μεγαλώσει όπως όλα τα αγόρια θεωρώντας πως μου ανήκει ο κόσμος, πως όποια γυναίκα με απορρίπτει, δεν ξέρει τι της γίνεται.
Για το 99% των πραγμάτων που την έχω κατηγορήσει, στην ουσία την ευγνωμονώ. Δεν αναγνωρίζω τίποτα ως τραύμα παιδικής ηλικίας. Όλα όσα μου έδωσε με έκαναν δυνατό ψυχικά και πνευματικά.
Έτσι είναι οι γονείς. Σου λένε κάτι και εννοούν πάντα ένα συγκεκριμένο άλλο. Ότι δε θέλουν να σταματήσεις να τους έχεις ανάγκη, δε θέλουν να μην είναι σημαντικοί για τη ζωή σου, ψάχνουν αφορμές για να νιώσουν πως είναι ακόμα οι γονείς σου και πως δεν είναι μια ενήλικη μάζα που προχωρά στο δικό της ταξίδι. Η μαμά μου δε με αφήνει να απλώσω τα ρούχα γιατί αυτός είναι ο τρόπος της να μου πει «αν σταματήσω να σε φροντίζω, δεν ξέρω για ποιον λόγο να ζω».
Μαμά, άσε με να πλύνω εγώ τη ρημάδα την κατσαρόλα, αφού εγώ μαγείρεψα!
* Photo credits: Unsplash/Liv Bruce