Είναι από εκείνες τις φορές που γράφεις- σβήνεις, ξαναγράφεις-ξανασβήνεις, για κάθε λέξη υπάρχουν τόσες εικόνες, μυρωδιές, μνήμες, άλλες έντονες, άλλες θολές, όλες τους μια -κατά καιρούς αναγκαία- υπενθύμιση.
Η ιδέα να γράψουμε ένα προσωπικό κείμενο, που να αφορά τη γιορτή της μητέρας, ήταν δική μου. Βέβαια στην πορεία αναθεώρησα. Πώς να χωρέσεις τα συναισθήματα σε προτάσεις, να τα στριμώξεις σε κόμματα και παραγράφους. Πώς να μιλήσεις για εκείνη, να είσαι ειλικρινής, αλλά να μην καταλήξει και μελό. Δύσκολα πράγματα για ανθρώπους όπως εγώ, που η ζωή τους ορίζεται από το συναίσθημα.
Η μαμά μου είναι δοτική, ευαίσθητη, συμπονετική, κυρίως όμως είναι ένας εξωκοσμικά φωτεινός άνθρωπος, που με την καθαρότητα της ψυχής της αναζητά, αγαπά και εκτιμά τα απλά πράγματα. Τους απλούς ανθρώπους, τις μικρές στιγμές, εκείνα τα καθημερινά και για μερικούς ασήμαντα, που όμως για εκείνη είναι μεγάλα και σημαντικά. Ζει μέσα σε έναν κήπο από λουλούδια, που συνεχώς ανθίζουν, όπως κι εκείνη.
Η μαμά μου μου χάριζε πάντα τις βαθιές ανάσες, που μου επέτρεπαν να επιβιώνω σε στιγμές που πνιγόμουν. Με έμαθε ότι «αρετή είναι να αγωνίζεσαι για την ευτυχία των περισσότερων». Με αγάπησε πολύ. Και μου το έδειχνε. Με κάθε τρόπο. Με αγγίγματα, με χάδια, με αγκαλιές. Με την παρουσία της ακόμα και στιγμές που ήταν μακριά. Ήταν εκεί. Πάντα εκεί. «Σε όλα μου τα λάθη, που έκανα σωστά».
Το 2000 μας βρήκε εμένα στην πρώτη δημοτικού και εκείνη να προσπαθεί να με ξυπνήσει για να πάω σχολείο, στο οποίο φτάναμε πάντα λίγο πριν το πρώτο κουδούνι. Στον δρόμο κάναμε μάταια επανάληψη στην ορθογραφία. Γυρνούσα σπίτι με κατακόκκινα τετράδια, γεμάτα από λάθη. Εγώ δεν καταλάβαινα πού είναι το πρόβλημα, ήταν η ηλικία που όλα είχαν αυτή την ανεπιτήδευτη ομορφιά της αθωότητας.
Τα Σαββατοκύριακα κυλιόμασταν σε πλαστικά μπαλάκια, ανεβοκατεβαίναμε σε τσουλήθρες και εγώ χόρευα ξυπόλυτη φορώντας μαντήλια. Μετά το μπάνιο πασαλειβόμουν με τις κρέμες της και έβαζα αδέξια τα κραγιόν της. Παντού. Ακόμα και στα πόδια μου. Για πολλά χρόνια η μαμά μου ήταν ο κόσμος μου. Μάλλον πάντα θα είναι.
Μεγαλώνοντας έμαθα ορθογραφία, έφτιαξα τα «κουτάκια» μου, άλλαξα πολλά σχολεία, και κλείστηκα, πολύ. Τόσο που δύσκολα με αναγνώριζα. Ήταν τα χρόνια που γυρνούσα σπίτι και έκλαιγα αν δεν είχα πάρει καλό βαθμό σε διαγώνισμα. Και εκείνη έκλαιγε περισσότερο, που με έβλεπε να βασανίζομαι για κάτι τόσο απελπιστικά ασήμαντο.
Μετά την εφηβεία μου πέρασα τη φάση, που την κατηγορούσα για όλα. Για τα λάθη μου, τις αδυναμίες μου, τους φόβους μου. Για όλα έφταιγε εκείνη. Της έχω κλείσει το τηλέφωνο, της έχω μιλήσει άσχημα, της έχω χρεώσει πράγματα για τα οποία δεν έφταιγε. Τα δραματοποιούσα όλα. Μέχρι που κάποια στιγμή «ενηλικιώθηκα», κοίταξα γύρω μου και συνήλθα.
Συνειδητοποίησα ότι είχα μεγαλώσει σε έναν προστατευμένο μικρόκοσμο. Και αυτό από μόνο του ήταν πολυτέλεια. Το κατάλαβα την πρώτη φορά που πήγα ως εθελόντρια στο «Παίδων» και είδα σε μάτια παιδιού, όλα εκείνα που δε θα έπρεπε να δω. Ήταν η στιγμή που αισθάνθηκα σαν να μου ρίχνουν παγωμένο νερό στα μούτρα. Αυτό που στην αρχή σε μουδιάζει και μετά σε ξυπνάει. Την πήρα κλαίγοντας. Δε θυμάμαι τι της είπα. Ξέρω όμως τι ήθελα να της πω. Ότι την ευχαριστώ. Ότι την αγαπώ. Ότι την κατάλαβα. Και μια συγγνώμη, που της όφειλα.
Με τα χρόνια γίνομαι ο άνθρωπος που και εκείνη ήθελε να είμαι. Κι ας περπατάμε στη ζωή παράλληλα, σε δρόμους που δύσκολα συναντιούνται. Σκέφτομαι συχνά ότι σε αυτή την εξίσωση ο άγνωστος x είμαι εγώ. Ο κόσμος μου, τα θέλω μου, ο τρόπος που έχω επιλέξει να ζω. Το πώς σκέφτομαι. Οι επιλογές μου, που συνήθως είναι τόσο παρορμητικές που καταλήγουν ακατανόητες.
Πριν μερικούς μήνες μου είπε «ξέρω ότι δεν είσαι σαν τα άλλα παιδιά». Δεν ξέρω πώς είναι τα άλλα παιδιά. Ξέρω όμως ότι για εμένα αυτό ήταν λυτρωτικό. Γιατί εμπεριείχε αποδοχή και ελευθερία. Μου πήρε το βάρος ότι πρέπει να είμαι «εκείνο», «αυτό», το «άλλο». Μου υπενθύμισε ότι η βάση μου και η δύναμη μου θα είναι πάντα αυτοί οι δύο άνθρωποι στους οποίους οφείλω την ουσία της ύπαρξης μου.
Μακάρι όλοι οι άνθρωποι να είχαν για μητέρα τη μαμά μου. Να είχαν πάρει τόση αγάπη, όση πήρα εγώ. Να ήξεραν ότι όσα χιλιόμετρα κι αν τους κρατούν μακριά, για το κοντά αρκεί ένα τηλεφώνημα. Μαμά μου, «Να γελάσεις απ΄τα βάθη των χρυσών σου ματιών… τις πιο όμορφες μέρες μας δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα. Και αυτό που θέλω να σου πω, το πιο μικρό απ΄όλα, δε στο ‘χω πει ακόμα».