Γράφει ο 40 Karats
«Να με θυμάσαι και να με αγαπάς» – το τελευταίο φιλί της Μελίνας Μερκούρη στην Ελλάδα παραμένει ανεξίτηλο ακόμη και 30 χρόνια μετά
Στις 6 Μαρτίου του 1994 η Μελίνα, η «Μελίνα σκέτο», αποχαιρέτησε για πάντα την Ελλάδα. Ίσως το αντίο της στην χώρα που στήριξε ωσάν τις Καρυάτιδες που μόχθησε να διεκδικήσει, να της στοίχισε περισσότερο από το αντίο της στην ίδια τη ζωή. Κι η ίδια μια Καρυάτιδα ήταν. Μια γυναίκα αγέρωχη, μ’ ένα τσιγάρο σφιγμένο στα χείλη, που στο άκουσμά της βροντερής φωνής της κάθε ανδρική παρουσία ισοπεδωνόταν.
«Μια μέρα, ήμουν πέντε χρονών, κι ήθελα ένα φωτογράφο αλλά ήξερα πως δεν υπήρχαν τα λεφτά γιατί θα μου έπαιρναν παπούτσια τα Χριστούγεννα. Όμως, ήθελα φωτογράφο και αναρωτιόμουν πώς μπορώ να τον αποκτήσω και σκέφτηκα με την πειθώ, με τα λόγια, όπως κάνει ο παππούς μου απ’ το μπαλκόνι, όπως κάνει ο μπαμπάς μου, όπως κάνει ο θείος μου. Λοιπόν, πήγα στον καθρέφτη και άρχισα να λέω “θα ήθελα πάρα πολύ ένα φωτογράφο και, αν δεν μου τον δώσεις, θα είναι πάρα πολύ μεγάλη δυστυχία για μένα” κι άρχισα να αυτοσυγκινούμαι. Στο τέλος συγκινήθηκα πάρα πολύ και γέμισαν τα μάτια μου δάκρυα.
Είχα πάρα πολύ ωραία δάκρυα, πιο ωραία από μάτια, ήταν σαν μπριγιάντια. Λοιπόν, μπροστά στον καθρέφτη λέω “τώρα πρέπει να κλάψω, αλλά δεν πρέπει να κλάψω πάρα πολύ και άρχισε να τρέχει ένα δάκρυ και το κράτησα εκεί και το επανέλαβα. Ήμουν ηθοποιός (το γραμμόφωνο το πήρα)… Από κει και πέρα δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο για μένα από το να γίνω ηθοποιός» κι αυτή είναι μια ιστορία που «όπως πουλιέται η κόκα-κόλα, πρέπει να πουλιέται και μια καλή ιστορία και να λέγεται δύο φορές» – όπως δήλωσε σε μία από τις τελευταίες της συνεντεύξεις το 1990 στον Πέτρο Κωστόπουλο.
Η ιστορία της Μελίνας ίσως και να πουλιέται περισσότερο από την κόκα-κόλα. Η Μαρία-Αμαλία Μερκούρη γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου του 1920 κι ήταν «ένα τρομερά χαλασμένο παιδί, ένα παιδί αναρχικό». Τέκνο μιας βαθιά πολιτικής οικογένειας, η Μελίνα πάτησε το πόδι της στο σανίδι για να αντισταθεί σε όσα είχε συνηθίσει να ακούει και να ζει. Και κάπως έτσι ξεκίνησε η επανάστασή της. Μια επανάσταση που φόρεσε τα ονόματα των μεγαλύτερων γυναικών του θεάτρου και του κινηματογράφου.
Από την Μπλανς Ντιμπουά στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν το 1949 μέχρι την «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη το 1955, οι γυναίκες της ήταν πλάσματα ατίθασα, πλάσματα που όπως κι εκείνη πολέμησαν κατά της όποιας εξουσίας προσπαθούσε να τους επιβληθεί.
Η ιστορική της δήλωση κατά της δικτατορίας των συνταγματαρχών, όταν αυτή της αφαίρεσε την ελληνική της ιθαγένεια, θα παραμένει η καλύτερη συμπύκνωση των όσων υπερασπίστηκε και πίστεψε. Η Μελίνα γεννήθηκε Ελληνίδα και πέθανε Ελληνίδα. Πάσχισε τόσο πολύ για την Ελλάδα που κατέληξε να θεωρείται η ίδια «η μάνα-Ελλάδα». Όπου βρισκόταν και όπου στεκόταν, στις πλάτες της πάντοτε κουβαλούσε την Ελλάδα της. Ο αγώνας της για την επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα και η οχταετία της ως βουλεύτρια του ΠΑΣΟΚ αποτελούν από μόνα τους ολόκληρους τόμους πολιτικής και πολιτιστικής ιστορίας. Η μεγαλύτερη, όμως, ιστορία της ήταν αυτή που δεν πρόλαβε να πει.
Η Μελίνα «ήταν μια θεά που μέσα της έβρισκε ησυχία ο διάβολος» είχε πει κάποτε για εκείνη ο συνοδοιπόρος της στη ζωή και την τέχνη της, Ζυλ Ντασέν, ή αλλιώς ο Τζούλυ της. Η Μελίνα ήταν μια γυναίκα που ισοδυναμούσε με μια ήπειρο ολόκληρη. Η φύση της υπερέβαινε τα φύλα και τα έθνη. Το εκτόπισμά της δεν χωρούσε σε σκηνές και σε οθόνες. Ο έρωτάς της δεν χωρούσε στη ζωή.
«Νόμιζα πως φοβόμουν την αρρώστια, αλλά τελικά φοβόμουν τη στιγμή που δεν θα με αγαπούν πια». Μπορεί ο καρκίνος να την κέρδισε σαν σήμερα 30 χρόνια πριν, αλλά την αγάπη μας δεν κέρδισε άλλος κανείς όσο εκείνη.