Σεπτέμβριος, ζέστη, φοράω την μπλε σχολική μου ποδιά και είμαι περήφανη που μεγάλωσα ένα χρόνο ακόμη. Δεν είμαι πια το μικρό πρωτάκι και περήφανη διασχίζω το δρόμο για την είσοδο του δημοτικού σχολείου της γειτονιάς, ξεκινώντας καμαρωτή τη Β’ Δημοτικού. Είμαι ένα παιδί χαρούμενο εξωστρεφές, μεγαλωμένο σε πολυμελή οικογένεια, με δύο ακόμη αδέλφια. Είμαι το μεσαίο παιδί. Κόρη αξιωματικού του Πολεμικού Ναυτικού, παιδί με αρχές και έμφυτο ταλέντο στην καλλιτεχνία, στο χορό, το τραγούδι και σε ότι έχει να κάνει με την έκφραση.
Θυμάμαι από μωρό παιδί να εκφράζω το συναίσθημα με την κίνηση, το τραγούδι, το γράψιμο. Κρατάω τη σχολική, καφέ δερμάτινη σάκα μου. Την αγαπώ. Έχει τη μυρωδιά του δέρματος και απαλή υφή. Έχει πολλές θήκες, μου επιτρέπει να χωράω μέσα ό,τι μικρό και πολύτιμο δεν μπαίνει στη στρυμωγμένη κασετίνα μου και κλείνει με 2 ασημί κλιπ. Την κρατώ σφιχτά από το κοντό λουράκι, μη μου φύγει. Σα να με στηρίζει και να μου δίνει δύναμη. Κάθομαι στο πρώτο θρανίο -συμβουλή της μητέρας μου- για να προσέχω το μάθημα και να έχω επαφή με την έδρα, τον πίνακα, το δάσκαλο. Κάθομαι στην πρώτη σειρά μπαίνοντας στην αίθουσα και στο πρώτο θρανίο. Η διπλανή μου είναι ένα κορίτσι που τη γνωρίζω από το νήπιο, ήσυχο, καλόβολο, διακριτικό, το δικό μου ταπεραμέντο την επισκιάζει. Είμαι επιμελής, με έναν έμφυτο ενθουσιασμό για το καινούργιο, συμμετέχω στο μάθημα, προσπαθώ αν και δυσκολεύομαι με το πολυτονικό, το οποίο έμελλε να λήξει τη χρονιά αυτή μαζί με την κατάργηση της μπλε ποδιάς.
Ο Δάσκαλος με τη βίτσα
Ο Δάσκαλος της τάξης είναι μεγάλος σε ηλικία, αυστηρός, κρατάει “βίτσα”, αντί για τον κλασικό ξύλινο χάρακα, την οποία τολμάει με χάρη να επιδείξει στο κοινό του, ενώ περίτρανα τη σταματάει επάνω στις παλάμες των παιδιών που είτε ενοχλούν με τη συμπεριφορά τους ή είναι αδιάβαστα. Προσπαθώ να είμαι πάντα “προετοιμασμένη σωστά” να μην τις “φάω” κι αυτό φαντάζει φυσιολογικό. Ο Δάσκαλος έχει ένα περίεργο όνομα και ακόμη πιο περίεργος είναι ο τρόπος που κινείται στην τάξη αλλά και η εμφάνισή του.
Είναι σχετικά ψηλός, τα μαλλιά του είναι κοκκινωπά, με ξεθωριασμένο πορτοκαλί στις άκρες και γκρίζα στις ρίζες και ένα ίχνος δέρματος φεγγίζει στο κέντρο του κεφαλιού, ροζ κι αυτό. Είναι ελαφρώς κυματιστά και σα να φεύγουν δεξιά- αριστερά σε μια καθόλου καλαίσθητη μορφή. Φοράει υφασμάτινα παντελόνια και καζάκες ή ζιβάγκο. Τα ρούχα του είναι εντυπωσιακά στενά. Ειδικά στο πίσω μέρος. Σα να τα πήρε ένα νούμερο μικρότερα ή να τα φόρεσε δανεικά. Έχει ένα ελαφρύ λίκνισμα στο βάδισμα, όμως η αυστηρότητα της φωνής και το επίμονο βλέμμα μέσα από τα μυωπικά γυαλιά δεν αφήνουν περιθώρια. Τα μάτια του είναι μικρά, κάπως στρογγυλεμένα, μου θυμίζουν ένα ζωάκι, νομίζω νυφίτσα. Στο χέρι κρατάει μόνιμα τη βίτσα. Αυτή, σα να έχει μέσα της ζωή, είναι ο δεύτερος πρωταγωνιστής. Επισημαίνει θέματα στον πίνακα, επιδεικνύει μαθητές με κακή διαγωγή ή αδιάβαστους, ακουμπάει με τη μύτη στο πάτωμα σε επαναλαμβανόμενες κινήσεις τακ τακ τακ, έτσι ώστε να εμπεδωθεί καλύτερα το μάθημα μέσα από την τακτική επανάληψη του κοφτού ήχου.
“Μου απαγόρευε να βγαίνω στην αυλή”
Ο δάσκαλος για ένα λόγο που τότε δεν καταλάβαινα, με είχε ορίσει ως μόνιμη επιμελήτρια την ώρα του διαλείμματος. Μου απαγόρευε να βγαίνω στην αυλή και ήμουν η υπεύθυνη επί παντός επιστητού στην τάξη. Να είναι όλα τακτοποιημένα για την επόμενη ώρα και κανείς να μην μπαίνει την ώρα του διαλείμματος. Ήταν η ώρα που αυτός στην έδρα και εγώ γύρω γύρω φρόντιζα το χώρο. Το σφουγγάρι καθαρό, ο πίνακας καθαρός, η τάξη τακτοποιημένη.
Είναι πρωί η πρώτη ώρα στο μάθημα της γλώσσας. Κάθομαι σε ένα ξύλινο κλασικό θρανίο, όπου θέση και θρανίο ενώνονται. Ο Δάσκαλος με μία κίνηση χορευτική σχεδόν έρχεται και κάθεται επάνω στο θρανίο μου με πλάτη στον πίνακα και κοιτάζει τους μαθητές. Είναι τόσο κοντά μου που ακούω σχεδόν την αναπνοή του. Στριμώχνομαι όσο μπορώ με τη διπλανή μου δίνοντάς του χώρο και αποφεύγοντας να βρεθώ σε απόσταση αναπνοής. Καθώς διαβάζει το κείμενο νιώθω το δεξί του χέρι να μου ακουμπάει το μάγουλο και να με χαϊδεύει με ένα προστατευτικό χαρακτήρα. Γιατί αυτό; Είμαι άραγε η αγαπημένη του μαθήτρια; Αισθάνεται στοργή ή θέλει να μου δείξει ένα ίχνος της αγάπης του; Αισθάνομαι περίεργα, δεν αντιδρώ. Το χέρι με διαψεύδει και συνεχίζει μια καθοδική πορεία προς το λαιμό. Εισχωρεί χαμηλότερα και φτάνει στο γιακά. Βρίσκει δυσκολία σε ένα κουμπωμένο κουμπί. Αντί να αποσυρθεί, το ανοίγει με χάρη και πιάνεται η αναπνοή μου. Συνεχίζει την καθοδική του πορεία. Αρχίζω να αλλάζω λίγο θέση δηλώνοντας έμμεσα πως νιώθω τελείως άβολα. Προς τα πίσω, αριστερά προς τη συμμαθήτριά μου, αλλά το χέρι είναι επίμονο, νιώθω λίγο πόνο, είναι πιο βίαιο και σαν ο πόνος να περνάει και μέσα από το λαιμό και να μου κόβει σχεδόν την αναπνοή.
Το χέρι συνεχίζει. Εισχωρεί μέσα από την ποδιά, μέσα από την μπλούζα, φτάνει στο στήθος μου. Το παιδικό ανύπαρκτο στήθος μου. Και αρχίζει να με χαϊδεύει έντονα ενώ παράλληλα ακούω τη φωνή του να διαβάζει στην τάξη. Και παγώνω. Νιώθω ότι εγώ δεν είμαι εγώ. Νιώθω ανήμπορη, ξαφνικά μόνη. Νιώθω ότι θα εκραγεί το κεφάλι μου, τα αυτιά μου έχουν πυρώσει και η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή! Αναρωτιέμαι αν το χέρι την ακούει. Μάλλον όχι, γιατί δεν αντιδράει. Αντιθέτως συνεχίζει, κατεβαίνει, φτάνει στο στομάχι, στον αφαλό, στην κοιλιά. Ένα κουδούνι ακούγεται σωτήριο , σημαίνοντας το τέλος της ώρας. Είμαι παγωμένη, ένα παιδί 7 ετών. Μόνο. Ντρέπομαι να κοιτάξω αυτόν και πιο πολύ ντρέπομαι να κοιτάξω τη διπλανή μου. Χαμηλώνω περισσότερο το βλέμμα και αισθάνομαι ένοχη για κάτι που διέπραξε ένας άλλος εις βάρος μου. Είμαι μόνο 7 ετών…
Δε μίλησα σε κανέναν για ότι μου συνέβη. Κι εγώ η ίδια θέλησα να το ξεχάσω. Να το προσπεράσω. Πίεσα τον εαυτό μου και ξεκίνησα την επόμενη μέρα σκεπτόμενη ότι αυτό δεν έγινε, ήταν μόνο ένα κακό όνειρο. Και τελείωσε. Η ίδια εμπειρία, όμως, έγινε η καθημερινότητά μου. Η μέρα μου και η πρωινή ζωή μου. Η ώρα που εκείνο το χέρι έμπαινε στο δικό μου κόσμο, στη δική μου ψυχή. Για ώρες, μέρες, μήνες που φάνηκαν χρόνια. Υπήρχαν φορές που άλλαζε “παρτενέρ”. Πήγαινε σε άλλη συμμαθήτρια, μόνιμα σε όποια καθόταν στο πρώτο θρανίο. Άρχισαν να πέφτουν οι επιδόσεις μου. Στην ορθογραφία δεν μπορούσα να γράψω ούτε μία σωστή λέξη.
Η σκληρή τιμωρία
Η τιμωρία ήταν το ξύλο με βίτσα. Ο δάσκαλος σε εμένα προτιμούσε να γυρνάω τις παλάμες από την επάνω πλευρά σαν να ήθελε να με τιμωρήσει περισσότερο. Τα διαλείμματα ήταν εφιάλτης. Φοβόμουν ότι θα βρεθώ μόνη μαζί του και τότε χωρίς την προστασία της παρουσίας των συμμαθητών μου θα είμαι ανίσχυρη μόνη απέναντί του. Έτρεμα πολλές φορές όμως δε μιλούσα. Στο σπίτι η μαμά μου ήταν πάντα απασχολημένη με 3 παιδιά και το μικρότερο ένα μωρό. Δεν ήθελα να τη φορτίσω με το δικό μου “πρόβλημα”. Όμως δυσφορούσα, δεν μπορούσα να μελετήσω, έχασα το χαμόγελο, τον αυθορμητισμό μου στο μπαλέτο, ήμουν απρόσεχτη, δεν είχα κέφι, ήμουν σκυθρωπή, δεν έβρισκα πλέον τη χαρά, γιατί πίσω απ’ όλα ήταν αυτό το επίμονο χέρι… Και ο χρόνος ξαφνικά σταμάτησε, γιατί εγώ σταμάτησα να είμαι ο εαυτός μου.
Η λύτρωση
Το τέλος ήρθε και ήταν λυτρωτικό. Μία συμμαθήτριά μου ήρθε σπίτι να παίξουμε και τότε ήταν η στιγμή που εκείνη αντί για εμένα μίλησε στη μεγάλη μου αδελφή. Εκείνη σαν ώριμη ενήλικας περίμενε τη μητέρα μου να επιστρέψει και αμέσως έδρασε. Είναι τόσο περίεργο το συναίσθημα που ένιωθα εκείνη τη μία ώρα από την αποκάλυψη στην αδελφή μου μέχρι την αποκάλυψη στους γονείς μου. Ένιωθα συμμέτοχη, βρώμικη κι ήμουν ένα παιδί 7 ετών. Πόση ενοχή χωράει άραγε σε μία παιδική ψυχή; Πόσο κακό μπορεί να προκαλέσει κάποιος σε ένα παιδί; Τι τραύμα; Ήμουν τυχερή. Και οι δυο μου γονείς αγκάλιασαν το πρόβλημα και εμένα μαζί.
Ένιωσα ξαφνικά μια ζεστασιά, μια θαλπωρή που με γύρισε πίσω στην παλιά μου ζωή. Ένιωσα εμπιστοσύνη και ότι μπορούσα να μιλήσω. Κανείς δεν θα με τιμωρούσε, κανείς δεν θα με θεωρούσε υπεύθυνη γι’ αυτό. Δυστυχώς, μετά τη δική μου ομολογία ακολούθησαν κι άλλες πολλές. Από συμμαθητές, συμμαθήτριες ακόμη και από προηγούμενες χρονιές. Πόση σιωπή; Πόσες παιδικές ψυχές; Ένα ήταν σίγουρο: ορκίστηκα στον εαυτό μου ότι δεν θα επιτρέψω ποτέ ξανά σε κάποιον να πάρει κάτι από εμένα χωρίς τη δική μου συναίνεση. Είτε αυτό είναι λέξη, άγγιγμα, συναίσθημα. Ένιωσα ξαφνικά ότι μεγάλωσα χάνοντας έτσι ίχνη από την ανεμελιά και την παιδικότητά μου. Θα έπρεπε να περάσει πολύς χρόνος για να συμπληρώσω αυτό το κενό. Και κάθε φορά που γυρνούσα πίσω ήταν σαν ένα μικρό αγκαθάκι να μου τρυπούσε το δάχτυλο κι έβγαζε μία στάλα αίμα. Για να μου θυμίσει τις στιγμές εκείνες της σιωπής.