Σου γράφω από ένα άδειο κατάστρωμα. Είναι ένα κάποιο βράδυ μιας κάποιας Κυριακής. Προσπαθώ να χωρέσω στο κινητό μου και σε ένα τσαλακωμένο χαρτί που βρήκα στην τσάντα μου αυτήν την τελευταία μας εικόνα.
Οι καλοκαιρινοί έρωτες είναι ενδεχομένως πιο δυνατοί από τους άλλους, γιατί παστώνονται με αλμύρα και προσδοκίες. Γιατί τυλίγονται με άμμο που βρίσκεις δυο μήνες μετά στον διάδρομο του σπιτιού σου καθώς βγάζεις τα παπούτσια σου. Γιατί χύνονται σε αναμνηστικές κούπες που γράφουν «I <3 GREECE». Γιατί τρυπώνουν πίσω από μαγνητάκια που κολλάς στον καταψύκτη. Γιατί στριμώχνονται στη συλλογή του κινητού σου με μια πανσέληνο που λιώνει πάνω στα δάχτυλά σου σαν φτηνή γρανίτα από το μίνι μάρκετ στη χώρα. Γιατί μυρίζουν σαν την τυρόπιτα της κυρίας Μαίρης στη στενή ανηφόρα πριν το σπίτι. Γιατί μοιάζουν σαν μια άχρονη και αόριστη εκδοχή σου.
Δεν ξέρω γιατί σου γράφω. Δεν ζήσαμε καν αυτό το καλοκαίρι μαζί. Δεν μας ανήκει κανένας χρόνος και κανένας τόπος. Καμιά στροφή του δρόμου δεν γράφει το όνομά σου. Ούτε ένα λουλούδι δεν θυμίζει το άρωμά σου. Δεν μου λείπεις. Δεν σε ξέρω. Δεν ξέρω καν ποιος είσαι. Ξέρω μονάχα πώς χορεύεις όταν τα φώτα σβήνουν. Πώς χαμογελούν τα μάτια σου όταν μιλάς για κάποιον που αγαπάς. Πώς συσπώνται τα χέρια σου όταν σε αγγίζει για πρώτη φορά το κύμα. Πώς κρατάς το τσιγάρο όταν αγχώνεσαι. Πώς προφέρεις το «ρε» όταν δεν θέλεις να μου πεις κάτι παραπάνω.
Σου γράφω από ένα άδειο κατάστρωμα. Κάποιοι ελάχιστοι ξένοι τουρίστες στριμώχνονται στις σκάλες για να βγάλουν φωτογραφίες την πανσέληνο. Αυτή κοκκινίζει από ντροπή και κρύβεται μες στο νερό. Οι τουρίστες φεύγουν απογοητευμένοι. Γυρίζουν στο κρύο σαλόνι, φορούν τις κουκούλες τους και τυλίγονται με τις λίγες ελληνικές λέξεις που βάλανε στις βαλίτσες τους μέχρι να φτάσουμε Πειραιά και να τις ξεχάσουν κι αυτές. Στριμώχνομαι δίπλα σε έναν κάδο. Σφηνώνω την τσάντα μου στα κάγκελα της κουπαστής και ξαπλώνω πάνω στις λέξεις που θα μου πετάξουν κάποιοι περαστικοί. Η σακούλα γεμίζει καλοκαιρινές αναμνήσεις και αναμμένα τσιγάρα. Η πανσέληνος ανεβαίνει ξανά στον ουρανό και αυτήν τη φορά μοιάζει λίγο πιο κόκκινη, σαν γόπα από τσιγάρο που κάποιος δεν έσβησε και εκείνη πεισματάρικα τού φτύνει τους καπνούς της για να του θυμίσει πως αυτή ακόμα καίει.
Η Αθήνα καίγεται. Δεν είναι μια χαζή μεταφορά που θα ανεβάζαμε στο ίνσταγκραμ. Η Αθήνα καίγεται στην κυριολεξία της. Τα ζώα τρέχουν αλαφιασμένα στους δρόμους να φωνάξουν πως κάποια άλλα έμειναν πίσω και πως μάλλον θα πνιγούν από τους καπνούς αν παραμείνουν δεμένα σε μάντρες και αυλές. Τα ζώα φωνάζουν το ένα για το άλλο σε μια γλώσσα που δεν θα μπορέσουμε να καταλάβουμε. Μια γυναίκα κλείστηκε για πάντα σε ένα κτίσμα επαγγελματικής χρήσης. Γι’ αυτήν δεν ξέρω αν πρόλαβε κάποιος να φωνάξει. Γι’ αυτήν δεν ξέρω καν αν πρόλαβε κάποιος να μιλήσει. Ο χρόνος κυλά βουβός, λες κι η φωτιά μαρμάρωσε τους δείκτες του κάπως παράφωνα ένα κάποιο μεσημέρι μιας κάποιας Κυριακής.
Εσύ τώρα μάλλον θα κοιμάσαι. Πάει καιρός από την τελευταία φορά που μιλήσαμε. Είναι λες κι ο δικός μας χρόνος κάπου σταμάτησε κι αυτός. Όταν ξυπνήσεις θέλω να διαβάσεις αυτά τα μηνύματα και να δεις πως ο χρόνος προχώρησε όσο εσύ έλειπες από εμένα. Θέλω να δεις πως ο χρόνος δεν μας περίμενε όπως μου υποσχέθηκες εκείνο το βράδυ στο νησί. Θέλω να ξυπνήσεις και να δεις πως τα πάντα γύρω μας τρεμοσβήνουν σαν τα τσιγάρα που ξεχνάγαμε στο τασάκι στο μπαλκόνι σου – μάλλον δεν θα έπρεπε να είχαμε καπνίσει τόσο. Θέλω να ξυπνήσεις και να δεις πως αν ο χρόνος μας κυλούσε, θα κυλούσε κάπως έτσι. Πως αν εμείς μοιάζαμε κάπως, θα μοιάζαμε κάπως έτσι. Πως αν είχα να σου γράψω κάποιες λέξεις, θα σου έγραφα μάλλον αυτές.
ΥΓ. Όταν ξυπνήσεις ψάξε γι’ αυτές τις λέξεις κάτω από τα σεντόνια σου. Μπορεί να τις φύσηξε λίγο πιο δυνατά ο ανεμιστήρας.
Διαβάστε επίσης:
3 αντισυμβατικές γυναίκες της τέχνης που αξίζει να γνωρίζεις