«Τη δική μας Αντιγόνη την εξερευνούμε σε σχέση με το φως της. Αυτό θα αναζητήσουμε υπό τις οδηγίες του σκηνοθέτη μας Cezaris Grauzinis, ο οποίος αντιλαμβάνεται αυτό το κορίτσι σαν έναν φωτεινό πομπό. Από το φως της γεννιέται όλη η ανάγκη της να κάνει ό,τι κάνει και με ενδιαφέρει ο τρόπος της. Ωστόσο, είμαστε ακόμη σε αρχικό στάδιο. Διαβάζουμε, δοκιμάζουμε κάποιες ποιότητες, τα σώματά μας, φτιάχνουμε τη μουσική, κυκλώνουμε την τραγωδία του Σοφοκλή από παντού. Εγώ το φως το βρίσκω στην αθωότητα, όχι με την έννοια της άγνοιας, ούτε με την έλλειψη συνείδησης του σκότους, αλλά ως απόφαση να κοιτάζω τον κόσμο χωρίς φίλτρα. Επιπλέον, το φως το βλέπω στην απλότητα και στη χαρά. Η δικαιοσύνη, επίσης, έχει άπλετο, αστείρευτο, πολύτιμο φως και μια μαγεία.
Τη μαγεία αναζητά και η Ασημίνα στις Άγριες Μέλισσες, προς το τέλος της σειράς. Και ως Έλλη την αναζητώ και εγώ. Πιστεύω σε αυτήν, έχοντάς τη στο μυαλό μου ως κάτι ρεαλιστικό, κάτι πραγματικό. Ανά πάσα ώρα και στιγμή μπορούμε να δημιουργήσουμε μαγεία στέλνοντας καθαρά πρόθεση προς κάτι. Όταν εστιάσεις σε αυτό που θέλεις, κάτι ενεργοποιείται μέσα σου που σε κινεί προς τα εκεί. Γιατί και το σύμπαν αυτή την πρόθεση έχει: να συνεργαστεί μαζί μας, να μας βοηθήσει. Δεν έχει κανέναν σκοτεινό σκοπό να μας πάει κόντρα. Αυτά που “λύνουν” τη μαγεία είναι τα εγώ μας που συγκρούονται μεταξύ τους. Άρα, με βάση αυτή τη σκέψη, η μαγεία είναι κάτι απολύτως ρεαλιστικό. Και από εκεί ξεκινά και ένας δρόμος για την επανάσταση με την οποία έρχονται κοντά τόσο -παραδοσιακά- η Αντιγόνη, όσο και η Ασημίνα φέτος. Ωστόσο, στην παράσταση, την Αντιγόνη δεν την αντιλαμβάνομαι μέσα από αυτό το φίλτρο. Φυσικά ενυπάρχει σε αυτήν το “πάω κόντρα στην εξουσία”, αλλά αντιμετωπίζουμε τους ήρωες του έργου ψάχνοντας σε αυτούς τον άνθρωπο και όχι μια ιδέα. Αναζητούμε από τι πάσχει ο καθένας. Και η Αντιγόνη πάσχει, αλλά έχει και δίκιο, το ίδιο και ο Κρέοντας, το ίδιο και ο χορός, που μοιάζει να αποτελεί από μόνος του μια τραγωδία της ίδιας της δημοκρατίας, μιας και δεν παίρνει θέση. Κάπου μάλιστα τραγουδάει “η μοίρα αποφασίζει και εμείς ακολουθούμε”. Το φοβερό είναι πως οι άνθρωποι ακόμη έχουμε την ψευδαίσθηση ότι δεν έχουμε δικαίωμα στη μοίρα μας. Τα αφήνουμε όλα να περνούν από μπροστά μας και απλώς τα παρατηρούμε. Πιστεύουμε ότι δεν μπορούμε να πάμε κόντρα σε τίποτα. Νιώθουμε αδύναμοι απέναντι στον όποιο τύραννο, παρόλο που είμαστε όλοι μαζί και αυτός είναι ένας. Από την άλλη, στο έργο, το κορίτσι δεν μπορούμε να το υποστηρίξουμε. Γιατί είναι κορίτσι. Προέρχεται και από αυτή την “ανώμαλη” αιμομικτική οικογένεια. Η Αντιγόνη φέρει όλα αυτά τα στερεότυπα για να μην την υπερασπιστείς. Πάει κόντρα στον αρχηγό. Είναι μικρή. Φοράει φουστάνια. Όλα εναντίον της. Αυτό την κάνει και τόσο τραγική.
Κυρίως όμως, η Αντιγόνη γίνεται ενοχλητική. Όλοι θέλουν να ησυχάσουν από τη φασαρία της. Αυτό συμβαίνει και σήμερα. Έχουμε γίνει οι γυναίκες πολύ ενοχλητικές, κάνοντας απλώς το αυτονόητο: παίρνουμε θέση, τοποθετούμαστε, διεκδικούμε. Όταν ένας άντρας κάνει το ίδιο, απλώς λαμβάνεται υπόψη. Φαντάζει πολύ επικίνδυνο αυτό που κάνουμε, γιατί είναι πολύ ισχυρό. Έχει τρομερή δύναμη η φωνή της θηλυκής φύσης μας στην πραγματικότητα. Μια δύναμη που έρχεται με πολλή φόρα. Αυτή η φόρα, μέχρι να φέρει την ισορροπία προκαλεί την απόλυτη ανισορροπία. Είναι κάπως λογικό. Έπειτα από μια σιωπή χιλιετιών πέφτει φως σε κάτι που έπρεπε να έρθει στην επιφάνεια. Δεν φωνάζουμε χωρίς λόγο. Απλώς, επειδή για πολλά χρόνια οι γυναίκες είχαμε σιωπήσει, τώρα οι φωνές μας μοιάζουν με άναρθρες κραυγές, που όμως, σιγά σιγά, γίνονται αρμονική μουσική. Προς το παρόν, αυτό δημιουργεί αναταραχή και ξεβολεύει. Ξεβολεύει ακόμη και εμάς τις ίδιες, που βγαίνουμε από εκεί που είχαμε συνηθίσει να ανήκουμε. Είναι άβολο. Γι’ αυτό όμως είναι τόσο σημαντικό και χρήσιμο. Θα σταματήσει να είναι άβολο αν τις αποδεχτούμε αυτές τις φωνές, αν τις ακούσουμε. Χρειάζεται να ασχοληθούμε μαζί τους σαν να είναι προσωπική μας υπόθεση. Γιατί στην πραγματικότητα μας αφορά προσωπικά όλους αυτό που συμβαίνει. Κάθε έμψυχο ον. Πρέπει να μας δοθεί χώρος να μας καταλάβουν. Παράλληλα όμως και η μεταξύ μας συλλογικότητα και αλληλοϋποστήριξη χρειάζεται δουλειά.
Φωτογράφος: Νικόλ Μπαρτζώκα
Styling: Χρήστος Αλεξανδρόπουλος, Βίβιαν Ρουβέλα
Μακιγιάζ-Μαλλιά: Σόνια Σιμιτζή
Διάβασε τη συνέχεια στο elle.gr