Είναι ένα πρωί καθημερινής. Πίνω τον καφέ μου στο μαγαζί της γειτονιάς μου κι εκεί που σβήνω το τσιγάρο, πιάνω με την άκρη του ματιού μου μια κοπέλα με μια φαρδιά animal print παντελόνα, ένα βελούδινο κιμονό, μια χοντρή στέκα και 3 totes παραμάσκαλα. Το σκηνικό αυτό θα επαναληφθεί αρκετές φορές μέχρι να φτάσει η στιγμή να την έχω πελάτισσα στη vintage boutique που δουλεύω. Εγώ κι η Δανάη γνωριστήκαμε ουσιαστικά σε ένα δοκιμαστήριο. Κι αν κάτι θυμάμαι από εκείνη την πρώτη μας επαφή είναι πόσο άνετα και ακομπλεξάριστα φαινόταν να νιώθει.
Το ίδιο συνειδητοποίησα τρεις μέρες μετά, όταν πίναμε κρασιά στο σπίτι μου. Έκτοτε η Δανάη είναι μια σταθερά για μένα – όποτε μου σηκώνει το τηλέφωνο. Και τώρα η Δανάη βρίσκεται πίσω από το πρώτο BA μόδας στην Ελλάδα, έχοντας ήδη ένα διδακτορικό στη φαρέτρα της και άπειρα papers, δύο γάτες για τις οποίες νιώθει περήφανη, μια δική της συλλογή με ρούχα και ένα γέλιο που θα το ήθελες για ήχο κλήσης – κι όλα αυτά πριν καλά καλά προλάβει να κλείσει τα 30. Γνωρίστε λοιπόν τη Δανάη Ιωάννου (aka @timeo_danaen και φοβού τους Δαναούς).
Δανάη πώς νιώθεις που έχεις καταφέρει να είσαι under 30 με ένα διδακτορικό κι ένα διαζύγιο;
Δ: Δεν ξέρω αν τα κατάφερα για να είμαι απόλυτα ειλικρινής,, γιατί μέσα σε αυτήν την τρέλα του να προλάβω να κάνω κάτι που δεν ξέρω ούτε κι εγώ τι είναι αυτό όπως κυνηγάμε την ουρά μας, νομίζω πως ό,τι και να κάνεις, είτε είναι αποτυχία είτε είναι επιτυχία, δεν είναι ποτέ αρκετό.
Το ότι δεν είναι τίποτα ποτέ αρκετό προκύπτει κοινωνικά πια;
Δ: Ναι, κατά κύριο λόγο. Το να είσαι μια γυναίκα, ειδικά μεταξύ 18 και 30, έχει τόσες απαιτήσεις και τόσα expectations από την κοινωνία που δεν έχεις την επιλογή να μην πετύχεις.
Πιστεύεις ότι αυτό ισχύει μόνο για τις γυναίκες;
Δ: Πιστεύω ότι ισχύει για οποιονδήποτε δεν είναι λευκός στρέιτ άντρας.
Και ποιος είναι αυτός ο λευκός στρέιτ άντρας;
Δ: Είναι ο κάθε άντρας που έχει μεγαλώσει στη μέση ελληνική οικογένεια κι οι σεξουαλικές ή μη προτιμήσεις του έχουν καθοριστεί από αυτήν. Έχει μάθει πως η ζωή του είναι ήδη στρωμένη από τους προηγούμενους με τέτοιον τρόπο ώστε να μην χρειάζεται να προσπαθήσει. Είναι σαν να έχει τις απαντήσεις έτοιμες σε ό,τι του προκύψει.
Και γιατί καταλήγουμε με αυτούς τους άντρες που έχουν τις απαντήσεις έτοιμες σε ό,τι τους ρωτήσεις;
Δ: Όσες φορές το έχω σκεφτεί αυτό η απάντηση που δίνω στον εαυτό μου – γιατί μόνο στον εαυτό μου μπορώ να την δώσω αυτήν την απάντηση, δεν μπορώ να ξέρω το τραύμα ή το βίωμα που μπορεί να φέρει ο οποιοσδήποτε άλλος – είναι η ανάγκη μας να αισθανθούνε έστω και τη μικρότερη σύνδεση με το περιβάλλον που μας αδίκησε και συνήθως έχουμε μεγαλώσει μέσα σε αυτό το περιβάλλον
Όμως κάθε περιβάλλον δεν μας αδικεί;
Δ: Νομίζω βρισκόμαστε σε ένα πλαίσιο που μας μαθαίνει να μεγαλώνουμε μέσα στην αδικία. Η αδικία δεν είναι απλά ένα βίωμά μας, είναι η πραγματικότητά μας.
Κι όμως μέσα σε αυτό το πλαίσιο που όλα είναι μεγάλα κι ίσως μεγαλύτερα από όσο θα έπρεπε να είναι, εσύ έχεις καταφέρει να πετύχεις με την πολύ συμβατική έννοια του όρου. Και δεν το αναγνωρίζεις. Γιατί μέσα σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο έχουμε μάθει να μην αναγνωρίζουμε τις αποτυχίες και τις επιτυχίες γιατί είμαστε εν τέλει τόσο τρομαγμένοι από την αποτυχία.
Δ: Πιστεύω πως δεν έχουμε καταφέρει, δεν ξέρω αν βοηθάει το α’ πληθυντικό, εγώ τουλάχιστον δεν έχω καταφέρει να δω, να νιώσω, να βιώσω την αποτυχία ως ένα ακόμη σκαλί. Όπως βλέπω τη ζωή μου μετά τα 30 νομίζω ότι ο στόχος μου θα είναι να βλέπω την αποτυχία ως ένα ακόμη τούβλο στον τοίχο κι όχι ως ένα εμπόδιο που πρέπει να ξεπεράσω.
Η αποτυχία μπορεί να είναι κι εμπόδιο και σκαλί και οτιδήποτε άλλο μες σε αυτήν την εξίσωση του να ζεις σε μια Αθήνα του 2024 που δαιμονοποιεί τις γυναίκες με εξουσία, τις γυναίκες με έντονη σεξουαλικότητα, τις γυναίκες και τις θηλυκότητες εν γένει. Κι όμως εσύ καταφέρνεις να είσαι η πρώτη που εισάγεις ένα fashion course σε ένα πολύ συγκεκριμένο και παραδοσιακό ακαδημαϊκό πλαίσιο. Δεν θέλω να μου παρουσιάσεις το course, αλλά το πώς εσυ έφτασες εκεί μέσα σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο με τους στρέιτ λευκούς άνδρες της μέσης ελληνικής οικογένειας.
Δ: Νομίζω είναι σαν να μου ζητάς μια ενδοσκόπηση. Η αλήθεια είναι ότι ξεκινώντας από το παρελθόν μου η μόδα ήταν αυτό που ήταν πάντα εκεί όταν κοιμόμουν κι ήταν εκεί κι όταν ξυπνούσα. Σύντροφοι, φίλοι, οικογένεια όλα μπορεί να μεταβάλλονται γύρω μου κι είναι μια σταθερά που έχει διατηρήσει σταθερή και τη ψυχολογία μου. Από εκεί και πέρα αυτή η σχεδόν συντροφική σχέση που έχω με τη μόδα είναι αυτή που με οδήγησε να γυρίσω και στην Ελλάδα και να πω ότι εγώ θέλω να αφιερώσω μια από τις πιο παραγωγικές ηλικίες της ζωής μου στο να στήσω κάτι για το οποίο όχι μόνο θα είμαι περήφανη αλλά θα μπορώ να πω ότι αυτό που εμένα μου έχει προσφέρει η μόδα το προσφέρω εγώ τώρα σε άλλους, σε άλλους που μπορεί να μην είχαν την ευκαιρία εκπαιδευτικά, σε άλλους που μπορεί να μην βλέπουν τη μόδα με τον ίδιο τρόπο με μένα αλλά αγαπούν τη μόδα με παρόμοιο τρόπο. Εάν το πάρω θεραπευτικά και ψυχολογικά θα έλεγα ότι η μόδα είναι ένα παιδί που το μεγαλώνεις. Οπότε για μένα είναι ένας τρόπος να μεγαλώσω κι εγώ και να μεγαλώσει κι αυτό που υπάρχει δημιουργικά μέσα μου και λέγοντας δημιουργικά δεν εννοώ μόνο από καλλιτεχνικής άποψης γιατί σίγουρα υπάρχουν καλλιτεχνικές ορμές που μπορεί κάποιος να θέλει να τις ικανοποιήσει. Υπάρχει αυτό το κομμάτι που ικανοποιείται μόνο όταν προσφέρεις αυτήν την γνώση και την αγάπη σε άλλους.
Είναι πολύ όμορφο που βλέπεις τη μόδα ως παιδί σου, ως αυτό που είναι εκεί όταν κοιμάσαι κι όταν ξυπνάς κι είναι ακόμη πιο όμορφο που θες να το μεταδώσεις αυτό. Πιστεύεις όμως ότι υπάρχει αυτό το κοινό;
Δ: Πιστεύω ότι αυτό το κοινό, η ανάγκη θα έλεγα καλύτερα κι όχι το κοινό γιατί το κοινό δομείται πάνω σε μια ανάγκη που είναι έμφυτη όχι μόνο σε αυτούς που αγαπάνε τη μόδα αλλά σε αυτούς που αγαπούν τη γνώση γενικότερα. Όταν θες να ασχοληθείς με έναν τομέα, είτε αυτός είναι ο αγροτουρισμός, είτε η κατασκευή του ρούχου, είτε η γραφή γύρω από το ρούχο, είτε το οτιδήποτε άλλο, ουσιαστικά σε οδηγεί αυτή η ανάγκη από μόνη της στον δρόμο της έρευνας είτε αυτή είναι πρακτική είτε θεωρητική είτε κι αν αυτή πάρει οποιαδήποτε άλλη μορφή ακόμη και καλλιτεχνική. Από εκεί και πέρα μας δίνει τη λαβή αυτή η ανάγκη να φτιάξουμε κάτι πάνω σε αυτό που αναζητάει το κοινό. Πέρα από αυτό, στην ερώτηση αν υπάρχει κοινό, η απάντηση είναι ναι υπάρχει, όσο υπάρχουν άτομα που θέλουν να ασχοληθούν με τη μόδα υπάρχει και το κοινό. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι η εκπαίδευση, η παιδεία.
Μιλάμε όμως για έναν κλάδο ο οποίος ίσως έχει περιορισμένη αναγνώριση ακαδημαϊκά. Οπότε φαντάζομαι πως σίγουρα θα υπάρχουν αγκυλώσεις στην προσπάθεια να δομήσεις ένα course σε έναν χώρο που όχι μόνο δεν αναγνωρίζει τη μόδα ως επιστημονικό κλάδο αλλά δεν σε αφήνει να του φέρεις και τις αποδείξεις γιατί κι αυτές είναι περιορισμένες και λόγω βιβλιογραφίας.
Δ: Έχοντας ένα αρκετά διεπιστημονικό υπόβαθρο μπορώ σίγουρα να απαντήσω στο ότι στο πλαίσιο της μόδας μπορείς να χρησιμοποιήσεις ως αφετηρία πολλές διαφορετικές επιστήμες. Παρόλα αυτά επειδή βρισκόμαστε σε μια Ελλάδα του 2024 που το κοινό αντιμετωπίζει ακόμη βασικά προβλήματα επιβίωσης, κι όχι δεν θα μιλήσω για το οικονομικό ή το βιοποριστικό αλλά θα μιλήσω για ένα κοινό που αφορά κυρίως γυναίκες που ακόμη παλεύουν για την επιβίωση τους, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάνεις γιατί κάποιος να ανησυχεί για το αν θα υπάρχουν σπουδές ή αναγνωρισμένα πτυχία μόδας στην Ελλάδα. Θα επιστρέψω στο ότι η μόδα έρχεται για να κουμπώσει στην ανάγκη της προσωπικής αναζήτησης. Από εκεί και πέρα σίγουρα είναι ένα πεδίο που είναι πολύ δύσκολο να αγκαλιαστεί από ένα αμιγώς και ιδιαίτερα παραδοσιακό ερευνητικό κοινό. Τα πιο δυσκοίλια κοινά που έχω αντιμετωπίσει σε ακαδημαϊκά συνέδρια ήταν τα ελληνικά όσον αφορά στις παρουσιάσεις θεωρίας και ιστορίας της μόδας. Οπότε πρακτικά νομίζω πως να έρθει κανείς και να πει ότι θέλω να ξεκινήσω ένα πρόγραμμα το οποίο λέει πως θέλει να συμπεριλάβει την ακαδημαϊκή έρευνα στις ενδυματολογικές πρακτικές, ότι δεν θα εστιάσει μόνο στην παραδοσιακή ελληνική στολή αλλά θα αναζητήσει απαντήσεις για το πως έχει αναπτυχθεί η μόδα στην Ελλάδα τον τελευταίο καιρό και γιατί έχουμε αυτές τις επιλογές ως αγοραστικό κοινό, ήταν εκ των πραγμάτων κάτι που ήξερα ότι θα είναι challenging και πολύ συνειδητά μπήκα σε αυτή τη διαδικασία, γιατί πιστεύω ότι άμα δεν ξεκινήσει από ένα άτομο που έχει να κερδίσει αλλά και να χάσει πράγματα ίσως να μην γινόταν και ποτέ.
Μιλάμε για γυναίκες που ακόμη παλεύουν για την επιβίωση τους και την ίδια στιγμή μιλαμε για μια συνθήκη προνομιακή και για μια μόδα που έρχεται να προσφέρει κάτι άλλο, όπως το εξώφυλλο της βρετανικής Vogue με τον μπλε ουρανό μετά τον Β Παγκόσμιο πόλεμο. Και μέσα σε όλο αυτό έρχεται ένα κομμάτι βαθιά κοινωνιολογικό γιατί μιλάς για μια μόδα, για μια αγορά, για μια τεχνη που τη στιγμή που βασίζεται στις γυναίκες τις δαιμονοποιεί.
Δ: Λοιπόν, θεωρητικά η δαιμονοποίηση της γυναίκας, είτε σε ένα πλαίσιο μόδας είτε όχι, βρίσκεται στη βάση των επιστημών που αφορούν τον άνθρωπο. Από εκεί και πέρα νομίζω περισσότερο πως έχει να κάνει με το γεγονός πως μια θηλυκότητα καλείται να δουλέψει και να εστιάσει σε κάτι που έχει άμεση επαφή με το σώμα της. Το σώμα εκ των πραγμάτων είναι μια σεξουαλικοποιημενη έννοια, οπότε πηγαίνουμε σχεδόν αναπόφευκτα σε έννοιες όπως η ρετσινιά της υστερίας που προσωπικά θεωρώ πως ποτέ δεν έχει φύγει και θα κατέληγα πως σε μια τέτοια επιστήμη η γυναίκα διεκδικεί τη θέση της όπως αντιλαμβάνεται αυτή το φύλο της. Κι αυτό έχει να κάνει με κάτι που είναι πολύ κλισέ για τα γούστα μου, αλλά είναι performance κι από τη στιγμή που είναι performance η κάθε θηλυκότητα αντιλαμβάνεται το τι είναι γυναίκα με έναν πολύ δικό της τρόπο, δίνοντας τα δικά της χαρακτηριστικά και το δικό της στίγμα σε όλο αυτό.
Άρα το ρούχο είναι για σένα ένδειξη και σύμβολο του performance του φύλου.
Δ: Βασικά οτιδήποτε έχει να κάνει με το σώμα είναι περφόρμανς.
Και γιατί στεκόμαστε στο ρούχο;
Δ: Γιατί το ρούχο είναι δεύτερο δέρμα μας. Αν το δέρμα μας είναι ο πρώτος ομοιοστατικός μηχανισμός μας για να ρυθμίζουμε το εσωτερικό μας ώστε να έρχεται σε ισορροπία με το εξωτερικό, τότε το ρούχο έρχεται ως ομοιοστατικός μηχανισμός της ψυχής μας για να έρχεται σε ισορροπία και σε άμεση αλληλεπίδραση το τι νιώθουμε με το περιβάλλον μας. Και τα τατουάζ ακόμη είναι εν δυνάμει μια ενδυματολογική πρακτική – καλύτερα sartorial γιατί η μετάφραση δεν αποδίδει τη σχέση με το σώμα – κι αυτό γιατί είναι μια ανάγκη που είχε ανέκαθεν ο άνθρωπος να αποτυπώσει στο πρώτο ρούχο που του έχει δοθεί, στο δέρμα του, όλα όσα νιώθει.
Επειδή στέκεσαι πολύ στη σχέση με το σώμα, ποια ανάγκη οδήγησε εσένα να ερευνήσεις σε τη σχέση με το σώμα και πώς το σώμα είναι απο μόνο του ένα performance του φύλου από τη στιγμή που αποτελεί την πρώτη αντίληψη του φύλου;
Δ: Αν απαντούσα πολύ γρήγορα, θα έλεγα ότι αυτό ξεκινάει από την έρευνα μου για τη μόδα και τη ψυχανάλυση, αλλά νομίζω ότι θα ήταν ψέμα, γιατί όσο ήμουν ακόμη στην καλών τεχνών η πτυχιακή μου είχε να κάνει με το κιμονό και την έννοια του second skin και κυρίως με την έννοια του ότι φοράω κάτι όχι για να προστατέψω τη γύμνια μου αλλά για να δηλώσω κάτι το οποίο εγώ μπορεί να μην είμαι σε θέση, να μην θέλω ή να μην χρειάζεται να το πω με λόγια κι αυτό είναι ακόμη πιο άμεσο. Νομίζω ότι το κομμάτι του σώματος έχει να κάνει σίγουρα με το πώς βιώνει μια γυναίκα το σώμα της κι αυτό είναι το baseline του να είσαι γυναίκα και δεν έχει να κάνει με τον σεξουαλικό χαρακτήρα ή την προτίμηση αλλά με το πώς σε αντιλαμβάνονται οι άλλοι. Προσωπικά έχει παίξει πολύ μεγάλο ρόλο το κομμάτι των διατροφικών διαταραχών που καλώς η κακώς το έχω βιώσει στο 100% και με έκανε να καταλάβω ότι το σώμα μπορεί να λέμε ότι είναι πολιτικό ή ένας καμβάς ή ένα πεδίο διαφωνίας και διαπραγμάτευσης ενώ για μένα το σώμα είναι το πρώτο που βιώνει το συναίσθημα.
Κι ενώ μιλάμε για το γυναικείο σώμα, οι άνθρωποι που έχουν καθορίσει σε μεγαλύτερο βαθμό τη μόδα, άρα το δεύτερο δέρμα σου, άρα την αντίληψη του σώματος σου, είναι άντρες.
Δ: Θα μπορούσα να απαντήσω με μια έντονη δόση political correctness πως από τη στιγμή που υπάρχει καπιταλισμός, που είναι πνευματικό παιδί της πατριαρχίας, η πατριαρχία έχει καθορίσει όλα αυτά τα πρότυπα. Απλά θεωρώ ότι θα ήταν πολύ άδικο να το κάνω αυτό ούσα ένας άνθρωπος που έχει απαρνηθεί το political correctness, γιατί ως ακαδημαϊκός δεν μπορώ να ταυτιστώ και να συμμορφωθώ με αυτό όπως έχει οριστεί αυτήν τη στιγμή. Θα έλεγα πως η ερευνητική διάσταση του χαρακτήρα μου μού επιβάλλει να πω πως κάθε περίπτωση πρέπει να εξετάζεται διαφορετικά. Οπότε, το πώς εγώ περιβάλλω τον εαυτό μου είτε είναι από άνδρες, είτε από κουίρ οντότητες, είτε από στρέιτ Καυκάσιους πάντα μα πάντα θα περιέχει τον παράγοντα της επιλογής που το κάνει δικό μου. Γιατί από τη στιγμή που το βάζω με έναν συγκεκριμένο τρόπο στο σώμα μου αυτόματα φορτίζεται από τα δικά μου πρόσημα.
Απλά μιλάμε για την αυτοδιάθεση του σώματος σε έναν χώρο που έχει μια πολύ φορεμένη και συγκεκριμένη αντίληψη του σώματος. Πχ ο Alexander McQueen μπορεί να ήταν ένας κουίρ άντρας. αλλά παραμένει ένας άντρας με πολλά εσωτερικευμένα στερεότυπα που καταπίεσε με τα ρούχα του ακόμη περισσότερο το γυναικείο σώμα.
Δ: Από τη μια είναι όντως η περίπτωση που αναφέρεις στην οποία πάντοτε μπορούμε να ασκούμε κριτική ή να εκφράζουμε τον θαυμασμό μας για αυτή. Στο πλαίσιο που δημιουργήθηκε, στα 90s, οι γραμμές κι ο τρόπος που παρουσίαζε το γυναικείο σώμα ήταν ένας τρόπος απελευθέρωσης, γιατί ήταν πολύ προκλητικός και αμφιλεγόμενος. Οπότε μέσα σε αυτό το πλαίσιο ήταν μια μορφή αντίστασης. Μπορεί το 2024 να μοιάζει πολύ περιοριστικό, αλλά δεν παύει στην εποχή και στο πλαίσιο που γινόταν να είναι αυτό που ήτανε και να ήτανε νοηματοδοτημένο με έναν τρόπο πολύ συγκεκριμένο. Γιατί έστω κι αν εστιάσουμε στο ότι ναι μεν μπορεί με τον τρόπο του να γινόταν πολύ καυστικός και αυτά που ήθελε να πει πολλές φορές να γίνονταν εις βάρος του γυναικείου σώματος, δεν μπορούμε να αφαιρούμε τον πολιτικό του χαρακτήρα. Την ίδια στιγμή ακόμη κι ο περιορισμός του γυναικείου σώματος όταν γίνεται συνειδητά και με σκοπό, χωρίς να λέμε ότι αυτό είναι αυτονόητο κι ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, όταν δηλαδή αυτό γίνεται με ένα εννοιολογικό φορτίο συγκεκριμένο, για μένα δεν μπορεί να είναι αντικείμενο κριτικής.
Άρα το body politics είναι για σένα το δικαίωμα στην επιλογή. Όμως την ίδια στιγμή το ρούχο δεν είναι πάντα και παντού επιλογή.
Δ: Συμφωνώ στο σημείο αυτό κι έχουμε ήδη προνόμια γιατί το κομμάτι της επιλογής και του που μπορεί να φτάνει η επιλογή κι αν η επιλογή είναι κοινωνική συνθήκη ή κοινωνικό πλαίσιο, αν μιλάμε για ανατολικές χώρες και επιμένω στο ότι κάθε περίπτωση πρέπει να ερμηνεύεται διαφορετικά, τότε σε εκείνες τις περιπτώσεις πηγαίνουμε σε ζητήματα ανελευθερίας της σκέψης. Όταν πηγαίνουμε, λοιπόν, σε πλαίσια που δεν υπάρχει η επιλογή ή υπάρχει πλασματικά η επιλογή – κι αυτό βέβαια θα μπορούσε να μου το αντιπαραθέσει κανείς στο δικό μου επιχείρημα ότι μήπως και σε εμάς πλασματικά υπάρχει η επιλογή και ναι σε μεγάλο ποσοστό υπάρχει πλασματικά αυτή η επιλογή – εκεί θα δώσω μια πεζή απάντηση πως το να γνωρίζω την ανελευθερία μου είναι μια μορφή ελευθερίας.
Γιατί πάντα θα είμαστε δέσμιοι της ίδιας μας της ελευθερίας.
Δ: Κι όταν καταλάβεις πως είσαι ανελεύθερος τότε θα έχεις πραγματικά ελευθερωθεί.
Είναι η μόδα τελικά ένα σπορ για τις ελίτ;
Δ: Η μόδα μπορεί να έχει γίνει ένα σπορ για τις ελίτ αλλά πάντα θα λέω ότι η μόδα είναι ένα σπορ που έχει ανακαλυφθεί από το προλεταριάτο. Κι αυτό γιατί η μόδα προκύπτει από την ανάγκη της αλλαγής, από το κίνητρο να κάνω κάτι όχι αισθητικά καλύτερο αλλά πιο αντιπροσωπευτικό για μένα, κάτι το οποίο η ελίτ εκ των πραγμάτων δεν το έχει ανάγκη.
Αλλά η ελίτ θέτει τη φόρμα κι ίσως αχρηστεύει και το ίδιο το μήνυμα.
Δ: Η ελίτ καθορίζει τη φόρμα, αλλά το εκάστοτε προλεταριάτο, όσο μεγάλο ή όσο μικρό κι αν είναι το εύρος του, είναι αυτό που φέρνει την αλλαγή γιατί αυτός είναι ο καπιταλισμός. Υπάρχει το προνόμιο και το προνόμιο στη φόρμα, αλλά το μήνυμα θα είναι πάντα εκεί κι εμείς θα είμαστε αυτοί που θα το καθορίσουμε. Κι όταν λέω εμείς δεν μιλάω καν για τη μόδα, γιατί νομίζω ότι η αφετηρία θα είναι πάντα το άτομο. Υπάρχει αυτή η κοινωνία των πολλών ταχυτήτων κι όσο το ρούχο είναι ο τρόπος μου για να προσφέρω είτε στον άνθρωπο που το έχει μεγαλύτερη ανάγκη από εμένα είτε είναι ο άνθρωπος που εγώ θα σχεδιάσω γι’ αυτόν για να προστατευτεί, καθώς το ρούχο θα είναι πάντα επενδυμένο με το δικό μου βίωμα και τη δική μου μνήμη εγώ νιώθω ότι πάντα υπάρχει η ελπίδα μέσα από τη μόδα αυτό να προχωρήσει και σε άλλα πεδία.
Info: «Μόδα, Τέχνη και Ελληνική Αγορά»