Η ποίηση υπήρξε πάντοτε καταφύγιο για εκείνους που έζησαν έντονα, που αγάπησαν και αγαπήθηκαν, που αντιλήφθηκαν σε βάθος την έννοια του πραγματικού έρωτα, του πάθους, της ζωής. Τα ποιήματα ήταν πάντα εκεί.
Η μαγεία της ποίησης βρίσκεται στην υποκειμενικότητα με την οποία τη βιώνει ο καθένας από εμάς. Κάθε στίχος έχει τη δική του ορμή, μια δύναμη σαρωτική, που την αισθάνεσαι να σε κατακλύζει. Είναι ίσως ο ομορφότερος τρόπος να ξορκίσεις όσα σε πλήγωσαν και να εξυμνήσεις όλα εκείνα που σου υπενθυμίζουν πόσο ωραία είναι η ζωή, όταν επιλέγεις να ζήσεις τις μικρές στιγμές της.
Τα 10 πιο ωραία ποιήματα για τον έρωτα
Έρωτας τάχα, Θεώνη Δρακοπούλου
«Έρωτας να ‘ναι η σιωπή
που όταν σε βλέπω, μου το κλείνεις
σφιχτά το στόμα,
που κι όταν μείνω μοναχή,
στέκω βουβή κι εκστατική
ώρες ακόμα;
Έρωτας να ‘ναι ή συμφορά,
με κάποιου αγγέλου τα φτερά
που έχει φορέσει,
κι έρχετ’ ακόμη μια φορά
με τέτοια δώρα τρυφερά
να με πλανέσει;
Μα ό,τι και να ‘ναι, το ποθώ,
και καλώς να ‘ρθει το κακό
που είν’ από σένα·
θα γίνει υπέρτατο αγαθό,
στα πόδια σου αν θα σωριαστώ τ’ αγαπημένα.»
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες , Μαρία Πολυδούρη
«Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.
[…]
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.»
Το καθαρότερο πράγμα τῆς δημιουργίας, Νικηφόρος Βρεττάκος
«Δεν ξέρω, μα δεν έμεινε καθόλου σκοτάδι.
Ο ήλιος χύθηκε μέσα μου από χίλιες πληγές.
Και τούτη τη λευκότητα που σε περιβάλλω
δε θα τη βρεις ούτε στις Άλπεις, γιατί αυτός ο αγέρας
στριφογυρνά ως εκεί ψηλά και το χιόνι λερώνεται.
Και στο λευκό τριαντάφυλλο βρίσκεις μια ιδέα σκόνης.
Το τέλειο θαύμα θα το βρεις μοναχά μες στον άνθρωπο:
λευκές εκτάσεις που ακτινοβολούν αληθινά
στο σύμπαν και υπερέχουν. Το πιο καθαρό πράγμα λοιπόν της δημιουργίας
δεν είναι το λυκόφως, ούτε ο ουρανός που καθρεφτίζεται μες στο ποτάμι,
ούτε ο ήλιος πάνω στης μηλιάς τ’ άνθη.
Είναι η αγάπη.»
Η θάλασσα, Ντίνος Χριστιανόπουλος
«Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:
μπαίνεις και δεν ξέρεις αν θα βγεις.
Πόσοι δεν έφαγαν τα νιάτα τους –
μοιραίες βουτιές, θανατερές καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια αθέατα,
ρουφήχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.
Αλίμονο αν κόψουμε τα μπάνια
Μόνο και μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Αλίμονο αν προδώσουμε τη θάλασσα
Γιατί έχει τρόπους να μας καταπίνει.
Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:
χίλιοι τη χαίρονται – ένας την πληρώνει.”
Σε αγαπώ με μιαν αγάπη που φαινόταν πως θα χάσω
Με τους χαμένους μου άγιους – Σε αγαπώ με την αναπνοή,
Με τα χαμόγελα και τα δάκρυα όλης της ζωής μου! Κι αν ο Θεός θελήσει,
Μετά τον θάνατο θα σ’ αγαπώ ακόμα πιο πολύ»
Σ’ αγαπώ έτσι – Πάμπλο Νερούδα
«Δε σ’ αγαπώ σαν να ‘σουν ρόδο αλατιού, τοπάζι,
σαΐτα από γαρούφαλα που τη φωτιά πληθαίνουν:
σ’ αγαπώ ως αγαπιούνται κάποια πράγματα σκούρα,
μυστικά, μέσ’ από την ψυχή και τον ίσκιο.
Σ’ αγαπώ καθώς κάποιο φυτό που δεν ανθίζει,
μα που μέσα του κρύβει το λουλουδόφως όλο,
και ζει απ’ τον έρωτά σου σκοτεινό στο κορμί μου
τ’ άρωμα που σφιγμένο μ’ ανέβηκε απ’ το χώμα.
Σ’ αγαπώ μη γνωρίζοντας πώς, από πού και πότε,
σ’ αγαπώ στα ίσια δίχως πρόβλημα ή περηφάνια:
σ’ αγαπώ έτσι γιατί δεν ξέρω μ’ άλλον τρόπο,
παρά μ’ ετούτον όπου δεν είμαι μήτε είσαι,
που το χέρι σου πάνω μου το νιώθω σαν δικό μου,
που όταν κοιμάμαι κλείνουν και τα δικά σου μάτια»
Σάρκινος Λόγος, Γιάννης Ρίτσος
«Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Μὲ τρομάζει ἡ ὀμορφιά σου. Σὲ πεινάω. Σὲ διψάω.
Σοῦ δέομαι: Κρύψου, γίνε ἀόρατη γιὰ ὅλους, ὁρατὴ μόνο σ᾿ ἐμένα.
Καλυμένη ἀπ᾿ τὰ μαλλιά ὡς τὰ νύχια τῶν ποδιῶν μὲ σκοτεινὸ διάφανο πέπλο
διάστικτο ἀπ᾿ τοὺς ἀσημένιους στεναγμοὺς ἐαρινῶν φεγγαριῶν.
Οἱ πόροι σου ἐκπέμπουν φωνήεντα, σύμφωνα ἰμερόεντα.
Ἀρθρώνονται ἀπόρρητες λέξεις. Τριανταφυλλιὲς ἐκρήξεις ἀπ᾿ τὴ πράξη τοῦ ἔρωτα.
Τὸ πέπλο σου ὀγκώνεται, λάμπει πάνω ἀπ᾿ τὴ νυχτωμένη πόλη μὲ τὰ ἠμίφωτα μπάρ,
τὰ ναυτικὰ οἰνομαγειρεῖα.
Πράσινοι προβολεῖς φωτίζουνε τὸ διανυκτερεῦον φαρμακεῖο.
Μιὰ γυάλινη σφαῖρα περιστρέφεται γρήγορα δείχνοντας τοπία τῆς ὑδρογείου.
Ὁ μεθυσμένος τρεκλίζει σὲ μία τρικυμία φυσημένη ἀπ᾿ τὴν ἀναπνοὴ τοῦ σώματός σου.
Μὴ φεύγεις. Μὴ φεύγεις. Τόσο ὑλική, τόσο ἄπιαστη.
Ἕνας πέτρινος ταῦρος πηδάει ἀπ᾿ τὸ ἀέτωμα στὰ ξερὰ χόρτα.
Μιὰ γυμνὴ γυναῖκα ἀνεβαίνει τὴ ξύλινη σκάλα κρατώντας μιὰ λεκάνη μὲ ζεστὸ νερό.
Ὁ ἀτμὸς τῆς κρύβει τὸ πρόσωπο.
Ψηλὰ στὸν ἀέρα ἕνα ἀνιχνευτικὸ ἑλικόπτερο βομβίζει σὲ ἀόριστα σημεῖα.
Φυλάξου. Ἐσένα ζητοῦν. Κρύψου βαθύτερα στὰ χέρια μου.
Τὸ τρίχωμα τῆς κόκκινης κουβέρτας ποὺ μᾶς σκέπει, διαρκῶς μεγαλώνει.
Γίνεται μία ἔγκυος ἀρκούδα ἡ κουβέρτα.
Κάτω ἀπὸ τὴ κόκκινη ἀρκούδα ἐρωτευόμαστε ἀπέραντα,
πέρα ἀπ᾿ τὸ χρόνο κι ἀπ᾿ τὸ θάνατο πέρα, σὲ μιὰ μοναχικὴ παγκόσμιαν ἕνωση.
Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Ἡ ὀμορφιά σου μὲ τρομάζει.
Καὶ σὲ πεινάω. Καὶ σὲ διψάω. Καὶ σοῦ δέομαι: Κρύψου»
Το Μονόγραμμα, Οδυσσέας Ελύτης
Έτσι μιλώ για σένα και για μένα
Επειδή σ’ αγαπώ και στην αγάπη ξέρωΝα μπαίνω σαν ΠανσέληνοςΑπό παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ’ αχανήσεντόνιαΝα μαδάω γιασεμιά – κι έχω τη δύναμηΑποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνωΜεσ’ από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσαςστοέςΥπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνεΑκουστά σ’ έχουν τα κύματαΠώς χαιδεύεις, πώς φιλάςΠώς λες ψιθυριστά το “τι” και το “ε”Τριγύρω στο λαιμό στον όρμοΠάντα εμείς το φως κι η σκιάΠάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινόπλεούμενοΠάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιάΤο βρεγμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιάΨηλά στο σπίτι με τις κληματίδεςΤα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνειΠάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιάπου μεγαλώνειΤο γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώΕπειδή σ’ αγαπώ και σ’ αγαπώΠάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που τοεξαργυρώνει:
Tόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα
Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή
Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μεσ’ στους τέσσερεις τοίχους , το ταβάνι, το πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν’ αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο
Δεν τ’ αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μεσ’ στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
Να μιλώ για σένα και για μένα.
Φυγή, του Γιώργου Σεφέρη
«Δεν ήταν άλλη η αγάπη μας
έφευγε ξαναγύριζε και μας έφερνε
ένα χαμηλωμένο βλέφαρο πολύ μακρινό
ένα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο
μέσα στο πρωινό χορτάρι
ένα παράξενο κοχύλι που δοκίμαζε
να το εξηγήσει επίμονα η ψυχή μας.
H αγάπη μας δεν ήταν άλλη ψηλαφούσε
σιγά μέσα στα πράγματα που μας τριγύριζαν
να εξηγήσει γιατί δε θέλουμε να πεθάνουμε
με τόσο πάθος.
Kι αν κρατηθήκαμε από λαγόνια κι αν αγκαλιάσαμε
μ’ όλη τη δύναμή μας άλλους αυχένες
κι αν σμίξαμε την ανάσα μας με την ανάσα
εκείνου του ανθρώπου
κι αν κλείσαμε τα μάτια μας, δεν ήταν άλλη
μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε
μέσα στη φυγή»
Φάλτσο η πορεία φίλε τελικά, Αλκυόνη Παπαδάκη
Κι ούτε που προλάβαμε να ανοιχτούμε στους μεγάλους ωκεανούς
Τίποτα δεν ανακαλύψαμε σπουδαίο σε αυτό το ταξίδι
Η αίσθηση μονάχα πως τα λιμάνια ήταν μακριά
Η βεβαιότητα μονάχα πως τα δελφίνια χόρευαν για μας
«Φάλτσο η πορεία»!! Κανείς δεν αμφιβάλλει πια
Όμως… Υπάρχουν πάντα κάποια δειλινά,
όταν ο ήλιος σκορπιέται και χαρίζεται στα κύμματα,
όταν ο Θεός χωράει σε ένα μικρό ροδί συννεφάκι,
που εμείς, καθισμένοι στην κουβέρτα,
παίρνουμε τη κιθάρα μας και τραγουδάμε.
Όχι δεν είμαστε πικραμένοι.
Ναυαγοί είμαστε σε μια απέραντη νοσταλγία.
Τραγουδάμε για τη ψυχή μας,
που νομίσαμε πως τη κάναμε σημαία της γης
Για τα ξύλινα αλογάκια και τις καραμούζες μας
που ξεκινησαμε να κατατροπώσουμε τον εχθρό.
Για τις αφίσες με τα ουράνια τόξα που δεν κολλήσαμε
Για το παραμύθι που δεν είπαμε
Για τον κόσμο που δεν χώρεσε στ όνειρό μας
Για τον πολικό αστέρα που μας πρόδωσε
Τραγουδάμε για την αγάπη που δε γνωρίσαμε
Για τον έρωτα που κρεμάσαμε φεύγοντας στα κλαδιά της γιασεμιάς
άραγε υπάρχει πάντα αυτή η γιασεμιά
Για το χάδι που αψηφήσαμε
Για την ανθοδέσμη που δε στείλαμε στη μάνα μας
Για την ανατροπή που ξεκινήσαμε,
τρώγοντας μπισκότα με γέμιση σοκολάτας.
Για τα κοχύλια που μαζέψαμε και δε μοιράσαμε
Τραγουδάμε για τη νίκη που δε γιορτάσαμε
Για την ήττα που δεν υπογράψαμε
Για τους φίλους που μας έδωσαν
Τραγουδάμε για μας
Για το βίτσιο μας
Για το φάλτσο μας
Αυτό εννοούν, όταν ακούτε να λένε, «τους έμεινε μόνο η ροκιά».
Όλοι εμείς, οι σιωπηλοί ακροβάτες μιας υπόσχεσης μάταιης.
Όλοι εμείς που παραπλανήσαμε τους ανέμους, που ξελογιάσαμε τις ελπίδες.
Όλοι εμείς που ερωτευθήκαμε ό,τι μας αφάνιζε.
Όλοι εμείς οι αφρούρητοι που δεν είχαμε ποτέ ένα άλλοθι για τα λάθη μας.
Όλοι εμείς οι αντιρρησίες της παρηγοριάς»
Ο πληθυντικός αριθμός, Κική Δημουλά
Ο έρωτας,
όνομα ουσιαστικόν,
πολύ ουσιαστικόν,
ενικού αριθμού,
γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού,
γένους ανυπεράσπιστου.
Πληθυντικός αριθμός
οι ανυπεράσπιστοι έρωτες.
Ο φόβος,
όνομα ουσιαστικόν,
στην αρχή ενικός αριθμός
και μετά πληθυντικός:
οι φόβοι.
Οι φόβοι
για όλα από δω και πέρα.
μνήμη,
κύριο όνομα των θλίψεων,
ενικού αριθμού,
μόνο ενικού αριθμού
και άκλιτη.
Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη.
Η νύχτα,
όνομα ουσιαστικόν,
γένους θηλυκού,
ενικός αριθμός.
Πληθυντικός αριθμός
οι νύχτες.
Οι νύχτες από δω και πέρα.
Διαβάστε επίσης:
Για τη μαμά μου, που μου χάριζε πάντα βαθιές ανάσες, τις στιγμές που πνιγόμουν