Η φράση «ξεκίνησα αντικαταθλιπτική αγωγή» μπορεί να προκαλέσει μια γόνιμη αμηχανία ακόμα και στην πιο ενήμερη παρέα. Ενήμερη για τους μύθους που ακολουθούν τα αντικαταθλιπτικά χάπια, αλλά και την παγίδα του να πιστεύει κανείς πως είναι περισσότερο βλαβερά από δυο ποτήρια ουίσκι κάθε βράδυ ή τη συνήθεια του να μαθαίνει κανείς να ζει με τη θλίψη. Η φράση «με μισό Ζάναξ στέκομαι» δεν θα δημιουργήσει την παραμικρή ταραχή στο τρίγωνο της θλίψης. Ούτε μισή ρυτίδα απορίας στο μέτωπο. Όχι μόνο της πιο ενήμερης παρέας, αλλά και τις λιγότερο ενημερωμένης. Εκείνης που θεωρεί πως μια επίσκεψη στον ψυχίατρο είναι η αποδοχή ενός στίγματος. Μιας ταμπέλας αποξενωτικής από το «φυσιολογικό» κοινωνικό σύνολο. 

Το Ζάναξ έχει ξεφύγει από το δίπολο «ταμπού-ψυχική υγεία». Κρύβεται στις τσάντες συναδέλφων, σε διακοσμητικά μπολ δίπλα από τις τηλεοράσεις των γονιών μας, σε συρτάρια με φάρμακα δίπλα σε αναλγητικά και αλοιφές, στο κομοδίνο των παππούδων μας, χωμένα σε χειραποσκευές βολεμένες πάνω από καθίσματα αεροσκαφών. Συχνά δίνεται η αίσθηση πως όλοι έχουν ένα Ζάναξ μαζί τους. Πως ο καθένας μπορεί να βρει ένα Ζάναξ, να πάρει ένα Ζάναξ και άλλο ένα και άλλο ένα, χωρίς περιορισμούς, χωρίς την καθοδήγηση γιατρού. 

Ζάναξ

Μιλήσαμε με τη Μαρία και τον Λάμπρο, άτομα με διαφορετικές διαγνώσεις που και στα δυο χορηγήθηκε Ζάναξ σε κάποια φάση της ζωής τους, αλλά και με δυο ειδικούς ψυχικής υγείας, την ψυχολόγο Έφη Ανδρεουλάκου και την ψυχίατρο Γεωργία Στρωματιά. Είναι πραγματική αυτή η ελευθερία γύρω από το Ζάναξ; Είναι εθιστικό; Συνταγογραφείται με τόση ευκολία; Το παίρνουμε πράγματι σαν να είναι καραμέλα; Πότε έγινε δημοφιλές; 

«Έχω ακόμα και σήμερα Ζάναξ στο σπίτι μου»

Ο Λάμπρος (30 ετών) πήρε για πρώτη φορά Ζάναξ όταν ήταν 18 ετών. Του το έδωσε η μητέρα του έχοντας μόλις γίνει μάρτυρας μια σοβαρής κρίσης πανικού του. «Δοκίμασα Βαλεριάνες, αλλά δεν μου έκαναν τίποτα», μου λέει. Πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι να βιώσει την πρώτη σοβαρή κρίση της ενήλικης ζωής του, βιώνοντας από πρώτο χέρι το concept «κακός manager». Στην πράξη, η σχέση του με τον προϊστάμενό του ήταν τόσο κακή, που είχε καταστρέψει τον ύπνο του. «Έβρισκα Ζάναξ από όπου μπορούσα. Από φίλους, από τη μάνα μου, μού είχαν συνταγογραφήσει κιόλας, αλλά όχι πολλά. Για έκτακτη ανάγκη μου είχαν πει. Τότε είχα περάσει ένα καλοκαίρι στο οποίο κάθε βράδυ ή θα κάπνιζα κάνναβη ή θα έπαιρνα Ζάναξ ή θα κάποιο αντισταμινικό, για να κοιμηθώ. Τα έβρισκα σαν λύση, για να λέω στον εαυτό μου πως δεν παίρνω κάθε μέρα Ζάναξ», αναφέρει. 

Χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια μέχρι τη μέρα που κλείνοντας την πόρτα ενός ψυχιάτρου, είχε στην τσέπη του μια συνταγή για Ζάναξ. Όχι λίγα, όχι “σε περίπτωση που χρειαστεί”. Δεν ήταν πλέον μια λύση «έκτακτης ανάγκης», του είχαν χορηγηθεί ως θεραπεία. Μια θεραπεία τριμήνου για να φτιάξει τον ύπνο του και τη ζωή του, όπως χαρακτηριστικά του είχε πει η ψυχίατρος στην οποία είχε απευθυνθεί. Έναν χρόνο αργότερα, αφού ο Λάμπρος έλαβε μια διάγνωση η οποία περίκλειε με μεγαλύτερη ακρίβεια επιτέλους ακρίβεια τόσο τo σύνολο της συμπτωματολογίας του όσο και την αιτία της, ο Λάμπρος είναι σίγουρος πως τα Ζάναξ συνέδραμαν στο χτίσιμο της κατάθλιψης που σήμερα αντιμετωπίζει με αντικαταθλιπτική αγωγή. Δεν ήταν αγχώδης περίοδος, ούτε μια δύσκολη φάση, ήταν κατάθλιψη

Διάβασε τη συνέχεια στο Provocateur.gr

Ακολουθήστε το TheNotebook στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!