Μια ολόκληρη γενιά μεγαλώνει με μότο το «αν δεν αξίζει να το μοιραστείς, δεν αξίζει γενικά». Νέα παιδιά πλημμυρίζουν την αρένα στα φεστιβάλ, αλλά χορεύουν μόνο μέχρι να ανεβάσουν το στόρι που θα επιβεβαιώσει ότι «ήμουν κι εγώ εκεί, ήταν φανταστικά!» και έπειτα περνούν το υπόλοιπο βράδυ αλληλεπιδρώντας με το «community». Με φίλους και ακόλουθους που ίσως όλη αυτή την ώρα να στέκονται μόλις πέντε μέτρα μακριά, αλλά μάλλον δεν θα το μάθουν ποτέ. Γιατί ακόμη κι αν κάποιος σου γράψει «κι εγώ εδώ είμαι, τα λέμε στο μπαρ σε 10’;», θα μιλήσεις για λίγο και μετά θα επιστρέψεις στην οθόνη, στα reactions ή στο επόμενο στόρι. Την ίδια στιγμή, κορίτσια στην εφηβεία κατεβάζουν από το προφίλ τους τα ποστ που δεν έχουν πάρει αρκετές αντιδράσεις και views (αλήθεια, ποιος ορίζει πόσα είναι τα «αρκετά»;). Έχουμε μπει σε μια εποχή που τα status updates στα social media έχουν ξεφύγει από τα στιγμιότυπα, τις εμπειρίες και τις σκέψεις που θέλουμε να θυμόμαστε, να μοιραστούμε και να θίξουμε και έχουν εξελιχθεί σε θεμέλιες λίθους στο κατασκεύασμα της ίδια της ταυτότητάς μας;
Εθισμένοι στην ικανοποίηση
Το Πανεπιστήμιο Stanford έχει κατατάξει τον δρα Ofir Turel, καθηγητή στη σχολή Η/Υ του Πανεπιστημίου της Μελβούρνης, στο τοπ 2% των ερευνητών παγκοσμίως. Σύμφωνα με τον Turel, πλέον είναι ξεκάθαρο το πώς επιδρούν στον εγκέφαλό μας τα likes που παίρνουμε στις αναρτήσεις μας στα social media: «Τα βλέπω ως ένα μοντέρνο νόμισμα. Κάθε φορά που λαμβάνουμε μια αντίδραση στις δημοσιεύσεις μας, αυτή επιδρά στον εγκέφαλό μας ακριβώς όπως και όλα τα άλλα είδη επιβράβευσης: σαν ένα hit ντοπαμίνης».
Όταν άφησε τη θέση του προέδρου στον τότε όμιλο Facebook, το 2017, ο Sean Parker παραδέχτηκε δημόσια σε ένα συνέδριο ότι κατά τον σχεδιασμό του Facebook, το κουμπί των likes σχεδιάστηκε «μελετώντας το πώς θα μπορούσαμε να δεσμεύσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο από τον χρόνο και την προσοχή των χρηστών. Εκμεταλλευτήκαμε μiα αδυναμία της ανθρώπινης ψυχολογίας».
Η Jessica Noah Morgan, συντάκτρια της βρετανικής έκδοσης του ELLE, εκείνη την ίδια χρονιά ανακοίνωσε στους λογαριασμούς της στα social media ότι άλλαζε καριέρα. «Ένιωθα τεράστια πίεση να μοιραστώ τα επαγγελματικά μου νέα, προκειμένου να χτίσω το προσωπικό μου brand και να καθιερωθώ στον χώρο», γράφει σήμερα.
«Με κάθε ειδοποίηση που λάμβανα, ένιωθα την ντοπαμίνη να κατακλύζει τον οργανισμό μου. Δεν είχε καμία σημασία αν ήξερα ή όχι το άτομο που αντιδρούσε στις δημοσιεύσεις μου. Ένιωθα περήφανη, ότι ήμουν στην κορυφή. Πολύ σύντομα όμως αυτή η ευφορία ξεθώριαζε και τη θέση της έπαιρνε ο πανικός. Έπρεπε να βρω τι θα πόσταρα μετά. Μια καινούρια δουλειά σε άλλη πόλη ή χώρα συνοδευόμενη από ένα εντυπωσιακό πακέτο μετεγκατάστασης; Ένα συμβόλαιο για βιβλίο; Μια εγκυμοσύνη; Καλώς ήρθατε στην “κουλτούρα των ανακοινώσεων”».
Στην κουλτούρα που καθετί που ζούμε πρέπει να ανακοινώνεται. Οι αλλαγές και οι προαγωγές στη δουλειά, το πρωινό ξύπνημα για να προλάβουμε το πλοίο για τις διακοπές, οι σχέσεις, οι βραδινές έξοδοι και οι σειρές που βλέπουμε στο Disney+, οι φιλίες και οι συνεργασίες μας, τα αριστεία των παιδιών μας, το βιβλίο που διαβάζουμε στην παραλία, το καινούριο mist που δοκιμάσαμε, όλα. Όχι μόνο γιατί είναι ωραίο να μοιράζεσαι τα όμορφα, αλλά και γιατί όλα αυτά μαζί διαμορφώνουν το προσωπικό μας brand.
Η γυναίκα που βρίσκεται πίσω από τον νέο αυτό όρο, «την κουλτούρα των ανακοινώσεων», είναι η 24χρονη Βρετανίδα Grace Beverley, η οποία -ως φοιτήτρια ακόμη στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης- δημιούργησε δύο ιστοσελίδες για το fitness που της χάρισαν μια θέση ανάμεσα στους 30 ισχυρότερους επιχειρηματίες κάτω των 30 ετών, σύμφωνα με τον Forbes, αλλά και το βραβείο της Καλύτερης Νέας Επιχειρηματία του Λονδίνου. Στο βιβλίο της με τίτλο Working Hard, Hardly Working (Δουλεύοντας σκληρά, αλλά σχεδόν καθόλου, εκδ. Hutchinson), εξηγεί πως ενώ δουλεύουμε πραγματικά πολύ, τελικά δεν είμαστε παραγωγικοί και αυτό οφείλεται στην «κουλτούρα των ανακοινώσεων»: «Το κοινωνικό αυτό φαινόμενο που μας ωθεί να θέλουμε συνεχώς να ανακοινώνουμε όλα όσα κάνουμε ή πετυχαίνουμε, αλλά μας παγιδεύει να ζούμε μέσα στην αγωνία να βρίσκουμε συνεχώς κάτι άξιο να ποστάρουμε». Στον λογαριασμό της στο Instagram παραδέχτηκε ότι και η ίδια έχει πέσει σ’ αυτή την παγίδα: «Επικεντρωνόμουν στο να “συμπεριφέρομαι” σαν επιχειρηματίας, να “συμπεριφέρομαι” σαν CEO, να κάνω πράγματα που θα μπορούσα να βροντοφωνάξω, να αφιερώνω ώρες που θα μπορούσαν να αποδείξουν ότι εργάστηκα σκληρά. Παγιδευόμαστε μέσα στην ίδια μας την ανάγκη να ανακοινώνουμε τη δήθεν παραγωγικότητά μας και να την επιδεικνύουμε – για χάρη της αυταξίας μας και μερικές φορές και της δόξας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Κρίνουμε την επιτυχία, τη δική μας και των άλλων, από την ποσότητα των ανακοινώσεών μας αντί για την ποιότητα της δουλειάς μας».
Status symbol
Ο Αμερικανός καθηγητής κοινωνιολογίας James Côté μελετά εδώ και χρόνια πώς διαμορφώνεται η ταυτότητά μας και είναι ο πατέρας της θεωρίας του «κεφαλαίου ταυτότητας». Σύμφωνα με αυτήν, κάθε άτομο διαθέτει το δικό του μοναδικό κεφάλαιο ταυτότητας, το οποίο αποτελείται τόσο από απτά χαρακτηριστικά (τα αντικείμενα που κατέχουμε και τα κοινωνικά σύνολα στα οποία συμμετέχουμε, τα οποία αποτυπώνονται στις συμπεριφορές μας) όσο και από μη απτά (όπως είναι οι απόψεις μας, οι γνώσεις και οι προτιμήσεις μας, που συνθέτουν μέρος της προσωπικότητάς μας).
Με βάση αυτό το κεφάλαιο ταυτότητας, λέει ο Côté, ως έφηβοι δημιουργούμε την εικόνα του εαυτού μας, που με τη σειρά της διαμορφώνει το προσωπικό μας status και αποτελεί μέσο διαπραγμάτευσης για να μπούμε στα κοινωνικά σύνολα που μας ενδιαφέρουν. Κάθε φωτογραφία που ανεβάζουμε στο Instagram και κάθε βίντεο στο TikTok δεν είναι παρά μια ένδειξη του πώς χρησιμοποιούμε το προσωπικό μας κεφάλαιο ταυτότητας για να διαμορφώσουμε την εικόνα του εαυτού μας που θέλουμε να προβάλλουμε. Για τον κοινωνιολόγο, ό,τι κάνουμε το κάνουμε προκειμένου να λάβουμε αποδοχή και, μάλιστα, σε ευαίσθητες ηλικίες οι πράξεις μας «περισσότερο στοχεύουν στον εντυπωσιασμό των άλλων, παρά στο να μένουμε πιστοί στις εσωτερικές μας αξίες».
Και κάπως έτσι φιλτράρουμε το τι θα ανεβάζουμε στους λογαριασμούς μας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: με βάση τις εκτιμήσεις μας για τις αντιδράσεις που θα λάβουμε. Πιστεύουμε ότι αυτό το ποστ θα πάει καλά; Το ανεβάζουμε. Τελικά δεν άρεσε; «Γιατί; Μήπως δεν το έχουν δει ακόμα οι δικοί μου; Ίσως να το κατεβάσω; Αν ποστάρω γρήγορα το επόμενο;». Και μοντάρουμε τα προφίλ μας ώστε να χτίσουμε -τελικά- το επιθυμητό στάτους. Φτιάχνοντας περσόνες που κάθε νέο ποστ και στόρι έχει σκοπό να τις υπηρετήσει και να τις συντηρήσει.
Όπως, όμως, ξέρουν πολύ καλά οι υπεύθυνοι μάρκετινγκ, για να χτίσει κανείς ένα brand, πρέπει να επενδύσει πολλά. Χρειάζεται, διακηρύσσουν οι «ειδικοί», να είμαστε προβλέψιμοι (οι ακόλουθοί μας πρέπει να ξέρουν τι να περιμένουν από εμάς, αλλιώς θα εγκαταλείψουν «το προϊόν»), συνεπείς («επιλέξτε ένα συγκεκριμένο φίλτρο για τις φωτογραφίες σας και μείνετε πιστοί σε αυτό, γίνετε αναγνωρίσιμοι»), έμπιστοι («μην προδίδεις το tribe σου»)…
Διάβασε τη συνέχεια στο Elle.gr