Όπως είχε πει η διάσημη δημοσιογράφος μόδας Ερνεστίν Κάρτερ, «Κάποιοι άνθρωποι είναι γεννημένοι τη σωστή στιγμή, στο σωστό μέρος και με το σωστό ταλέντο. Στη μόδα του 20ου αιώνα υπάρχουν τρεις: Ο Ντιορ, η Σανέλ και η Μαίρι Κουάντ». Και μπορεί οι δύο πρώτοι να έδωσαν στις γυναίκες μερικά από τα πλέον εμβληματικά κομμάτια υψηλής ραπτικής, όμως η Μαίρι Κουάντ τους χάρισε την ελευθερία τους, μέσα από ένα κομμάτι υφάσματος που δεν ξεπερνούσε τα 18 εκατοστά.
Τα 60s, ήταν χρόνια αμφισβήτησης, ασταμάτητης ζωντάνιας και αντικομφορμιστικών τάσεων εκπορευόμενων από την ανάγκη της νεολαίας για αλλαγή. Η «αντικουλτούρα» του 60΄ είχε ροκ μουσική, ακτιβισμό και εκρηκτικότητα. Πίσω από τα πολύχρωμα καλσόν, τα έντονα μάτια σε στιλ «Λολίτα» και τα φαρδιά, floral παντελόνια υπήρχε μία έντονη ανάγκη για έρωτα και επανάσταση, δύο έννοιες πιο αλληλεξαρτώμενες από ποτέ.
Ήταν τότε που τα πιο διάσημα «Σκαθάρια» (The Beatles) του κόσμου γεννήθηκαν και τα σάρωσαν όλα, η επιστήμη έκανε το μεγαλύτερο της βήμα έως τότε, στέλνοντας τον πρώτο άνθρωπο στο φεγγάρι και η μίνι φούστα απεδείχθη μία μεγαλειώδης ιδέα, γροθιά στον συντηρητισμό και την καταπίεση των γυναικών. Η μίνι φούστα δεν ελευθέρωσε μόνο τα πόδια τους αλλά και τις ψυχές τους, αποτελώντας statement για την αυτοδιάθεση του γυναικείου σώματος, με τρόπο που κανένα άλλο ρούχο δεν κατάφερε να κάνει.
Και εγένετο η μίνι φούστα
Όλα ξεκίνησαν από την Βρετανίδα Μαίρη Κουάντ όταν αποφάσισε να αρχίσει να σχεδιάζει τα δικά της ρούχα και να τα πουλάει στο «Bazaar», στο κατάστημα που είχε ανοίξει με τον σύζυγο της στην King’s Road στο Τσέλσι. Εμπνευσμένο από την ανυπότακτη νεανικότητα και αισιοδοξία, πληθωρικό, καινοτόμο και ενθουσιώδες το μίνι ήταν και θα είναι μαγικά ελκυστικό, παιχνιδιάρικο, αλλά και θηλυκό, το φλερτ αποδοσμένο σε ύφασμα. Η Κουάντ, με το κοντοκουρεμένο μαλλί και τα έντονα μάτια, ήθελε να πείσει τους νέους να ντύνονται για εκείνους, για την ευχαρίστηση τους, κόντρα στα φορμαλιστικά στερεότυπα και τα εγκλωβισμένα μυαλά.