Θα μου πεις «υπάρχει και φθηνή Μύκονος;»…Όλα είναι σχετικά. Όσο υπάρχει και φθηνή Σικελία, φθηνή Ίμπιζα και φθηνό Σεν Τροπέ. Αν βέβαια πιστεύεις ότι μπορεί να είναι τόσο φθηνά όσο στη Σίκινο ή στην Αστυπάλαια, μάλλον βλέπεις το λάθος έργο. Αλλά, υπάρχει. Και με αυτό εννοώ εστιατόρια και ταβέρνες στα οποία δύο άτομα μπορούν να φάνε με 50-60 ή 70 ευρώ. Όχι το κεφάλι, και οι δύο μαζί. 

Κάποια από αυτά είναι τόσο ωραία που πρέπει να είσαι αθεράπευτα ψωνισμένος χλιδάτος για να τα απορρίψεις. Ή, απλώς, άσχετος. Σε τέτοιες περιπτώσεις, απλά θα υπενθύμιζα ότι επί τριήμερο ο Κρις και ο Λίαμ Χέμσγουορθ μαζί με τον Ματ Ντέιμον και την παρέα τους, έτρωγαν με τα κιλά τα παϊδάκια και τα σουβλάκια στα «Σουβλάκια του Λευτέρη» στον Ορνό. Είδε τον λογαριασμό ο Ματ Ντέιμον και άφησε στα παιδιά του σέρβις 1.000 ευρώ πουρμπουάρ. 

Θα μου πεις κάποιοι και κάποιες θα ήθελαν να είναι μόνιμα κάπου ανάμεσα στο Coya, το Matsuhisa, το Zuma και τον αλατισμένο Τούρκο, όχι μόνο για το φαγητό, αλλά και για το θεαθήναι. Σεβαστό κι αυτό. Όπως έλεγε δηκτικά και σαρκαστικά ο Μελ Μπρουκς στο The Producers, «if you got it flaunt it». Ελληνιστί, άμα το φυσάς, δείξτο. Και η Μύκονος είναι η καλύτερη βιτρίνα γι’ αυτό. Nobody’s perfect.

Θυμάμαι κάποιες ωραίες εικόνες από τις πρώτες μου άφραγκες διακοπές στη Σκιάθο, που πηγαίναμε πιτσιρικάδες, μιας και ήταν απέναντι από τον Βόλο. Ήμασταν μόνιμα σε γκομενικές κόντρες με τους Ιταλούς, τους τζίτζηδες, όπως τους λέγαμε, από τη Ρώμη και τη Νάπολη. Ντυμένοι στην πένα, με brylcreem στο μαλλί και τουπέ καρδιναλίων από το Βατικανό.

Αισθάνονταν σαν να ήταν μετενσαρκώσεις του Τζίτζι Ρίτζι που τα είχε με την Μπριζίτ Μπαρντό και ήταν πρώτη μούρη στο Σεν Τροπέ. Εμείς, κουτσά στραβά, κάθε βράδυ πηγαίναμε σε μια ταβέρνα και τρώγαμε. Έτσι είχαμε μάθει. Οι Ιταλοί πουθενά. Μέχρι που καταλάβαμε πως πήγαιναν νωρίς και έτρωγαν στα σουβλάκια, πράγμα που δεν τους εμπόδιζε αργότερα να βγαίνουν στο νυφοπάζαρο του νησιού ως μακρινοί απόγονοι του Ανιέλι. 

Τα σουβλάκια δεν αποτελούσαν ποτέ τροχοπέδη εκείνη την εποχή και σε αυτή την ηλικία στο να έχουν τις επιτυχίες τους μέσα στη νύχτα. Ούτε εμάς μας βοηθούσε παραπάνω το τραπέζι στην ταβέρνα. 

Τώρα, γιατί το είπα αυτό..; Έτσι άσχετα, εκ πρώτης όψεως. Απλά γιατί σκέφτομαι ότι πλέον το φλερτ έχει αποκτήσει μια υπόγεια σύνδεση με τους υψηλούς λογαριασμούς. Όσο και να το αρνούνται κάποιοι. Το «if you got it flaunt it» που είπαμε παραπάνω, η σάτιρα της αμερικάνικης καγκουριάς και της επιδειξιομανίας, δε μας έχει αφήσει ανέπαφους. 

Μύκονος

Η Μύκονος μπορεί να είναι φθηνή και εξίσου όμορφη

Στη Μύκονο υπάρχουν τουλάχιστον 10-15 εστιατόρια τα οποία μπορείς να θεωρήσεις φτηνά για Μύκονο. Και με πάρα πολύ ωραίο φαγητό. 

Παράδειγμα, το «Ό,τι Απόμεινε» στην Άνω Μερά. Όσοι jet setters έχουν πάει με σκάφη στη Σαρδηνία π.χ. και έχουν φάει το περιβόητο και πολυδιαφημισμένο γουρουνάκι στο εστιατόριο του Gianni Pedrinelli στο Πόρτο Τσέρβο, καλά θα κάνουν να περάσουν μια βόλτα από κει, για να δουν πώς είναι η πέτσα από το γουρουνάκι που ψήνεται στο φούρνο του Ό,τι Απόμεινε, για 6 ώρες.

Μύκονος
Μύκονος

Πληρώνοντας 6 φορές λιγότερο τη μερίδα σε σχέση με το Pedrinelli. Το ίδιο εγκληματικά (με την έννοια ότι δε σταματάς να τρως), είναι το αρνάκι στον φούρνο, το κοντοσούβλι ή το κοτόπουλο στη σούβλα. Κι ο Χρήστος που έχει το μαγαζί, είναι θεός. Ευγενέστατος και ψυχή. Υπέροχες και οι κυρίες που μαγειρεύουν στην κουζίνα. Σαν να πηγαίνεις σε σπίτι συγγενών σου. 

Λίγο παραπάνω, δίπλα στο μοναστήρι της Άνω Μεράς, είναι το Μαντρί. Δεν μοιάζει με μαντρί, αλλά έχει κρέατα από εκεί. Εκεί θα φας οπωσδήποτε το κότσι αρνιού, την σιγομαγειρεμένη προβατίνα με πουρέ μελιτζάνας, χοιρινό tomahawk και τα αρνίσια παϊδάκια. Κι εδώ αξίζει μια αναφορά στην ευγένεια των ιδιοκτητών, που συμπεριφέρονται σαν να είναι σε ένα κανονικό αιγαιοπελαγίτικο νησί.

Αλλά πας και θάλασσα να φας. Και μάλιστα σε υπέροχα locations. Στον Νικόλα στην Αγία Άννα της Παράγκας, πάνω στην άμμο και κάτω από τα αρμυρίκια, έχεις κατ’ αρχάς ένα από τα πιο ωραία ηλιοβασιλέματα του νησιού. Εκεί αξίζει να πας κατά τις 8-8:30 το βράδυ, για να δεις αυτή τη δύση. Περνάς ωραία και με παρέα, αλλά ακόμα καλύτερα είναι για τετ α τετ δείπνου. Μόνο και μόνο που θα βγάλεις τα παπούτσια και θα είσαι ξυπόλυτος στην άμμο, είναι ψυχοθεραπευτικό. Σου φτιάχνει το κέφι. 

Ο Νικόλας είναι ιστορικό μαγαζί, από τα παλιά που λέμε, από το 1967 για την ακρίβεια, και μπορείς να φας σε double face: και ψάρι και κρέας. Και τα δυο θα είναι πολύ καλά. Είναι επίσης οικογενειακό μαγαζί, έχουν τα δικά τους μποστάνια και φέρνουν φρέσκα ψάρια. Τρως από λαχανοντολμάδες, σουτζουκάκια και γαύρο μαρινάτο μέχρι ωραία ψάρια, αλλά και αστακούς. Ό,τι διαλέξεις, αυτό πληρώνεις. Υπέροχο μέρος. 

Διάβασε τη συνέχεια στο Intronews.gr

Ακολουθήστε το TheNotebook στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!