Πάντοτε μου ήταν δύσκολο να διαβάσω βιβλία του πατέρα μου. Με άγχωνε πως ίσως θα δω μια πτυχή του που δεν ήξερα- που δεν είναι ο μπαμπάς μου αλλά ο Ξενοφών. Κοντεύω στα 30 κι ακόμα δεν μπορώ να τον διαβάσω όπως θα διάβαζα κάθε άλλο βιβλίο- με απόσταση. Την αρχή έκανα με το τελευταίο μυθιστόρημά του «Το λευκό κουστούμι», το οποίο ξεκίνησε να γράφει πριν δυο χρόνια αθόρυβα, με τον Μπρούνο, τον σκύλο μας, πάνω στο γραφείο του να του κρατά παρέα και να …πετάει και καμία ιδέα!
Το βιβλίο του μιλάει για την Τήνο, το νησί μας. Πάντα ο πατέρας μου είχε μια περίεργη σχέση με το νησί. Τέλος πάντων, αντιλαμβανόμουν πως ήταν διαφορετική από εκείνη που είχα εγώ: νησί διακοπών, γιαγιά Σμαράγδα (η μητέρα του), συγγενείς, θάλασσα, ελευθερία. Ελευθερία είναι η λέξη με την οποία ο πατέρας μου πάλεψε αρκετά μέχρι την ενηλικίωσή του. Το όριο της θάλασσα τον περιόριζε από μικρό. Ήταν άτακτος και επαναστατικός, αυτό μου έλεγε πάντα. Προσπάθησε να ξεφύγει από ένα περιβάλλον που δεν του έδινε αυτό που-τότε- δεν ήξερε ότι του έλειπε: ελευθερία.
Στα 18 του μπήκε μέσα στο πλοίο κι από τότε έγινε Αθηναίος, όμως κρατά την ιδιαίτερη σχέση με το νησί που τον άνδρωσε. Πάντα αλλάζει λίγο όταν πατάει το πόδι του στην Τήνο ή μιλάει με κάποιον συντοπίτη του ή την θεία μου την Καίτη – μπορεί να μην το καταλαβαίνει. Μόνο όταν μεγάλωσα, κατάλαβα το νόημα της ελευθερίας για την οποία μου μιλούσε, τότε κατάλαβα πως τα τρία στενά γύρω από το σπίτι μας τον περιόριζαν. Κατάλαβα γιατί ήθελε να φορέσει το λευκό του κουστούμι, να μπει στο πλοίο και να ελευθερωθεί.
Τίτλος: Το λευκό Κοστούμι
Συγγραφέας: Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης
Εκδόσεις: Καστανιώτη
Σελ.: 171
Σε ένα ειδυλλιακό κυκλαδονήσι, όπου όλα υπονοούν τον επί γης παράδεισο, ένας νεανίας θέλει να γευτεί τον απαγορευμένο καρπό της ελευθερίας του που εξαντλείται στο όριο της θάλασσας. Ποθεί να ξεφύγει από την εκρηκτική διαφάνεια του κυκλαδίτικου φωτός, από την εξοντωτική επανάληψη των ίδιων εντυπώσεων, την τυραννία των προσώπων, τον βασανιστικό ήχο της καμπάνας, την εξοικείωση με το θάνατο. Θέλει να αποτινάξει όλη τη σκληρότητα του κόσμου της αθωότητας. Έτσι, κάθε βράδυ καταστρώνει, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, ένα σχέδιο διαφυγής όπου το σπίτι του γίνεται καράβι και ταξιδεύει σε σκοτεινά πελάγη. Το όνειρό του είναι να φορέσει ένα λευκό κουστούμι μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα και ό,τι τον συνδέει με μια ζωή καθορισμένη από τον τόπο. Στην αγωνία του να ξεφύγει από τη σκοτοδίνη της επανάληψης, τα μετρημένα βήματα πριν τα διακόψει η θάλασσα με το πανούργο γαλάζιο, το παρελθόν του γίνεται μύθος και το παρόν του οι ανεξερεύνητοι δρόμοι της πρωτεύουσας…